προσαυρίζω: Difference between revisions

m
LSJ1 replacement
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=prosavrizo
|Transliteration C=prosavrizo
|Beta Code=prosauri/zw
|Beta Code=prosauri/zw
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[meet with]], νοτὶς προσαυρίζουσα χερσαίᾳ προχῇ <span class="title">Trag.Adesp.</span>261 (ap.Hsch., who also has <b class="b3">προσαυρών· προστυχών</b>, and [[προσηύρετο]] (Phot. [[προσαύρετο]]) <b class="b3">· προσέτυχε, προσηγάγετο</b>).</span>
|Definition=[[meet with]], νοτὶς προσαυρίζουσα χερσαίᾳ προχῇ ''Trag.Adesp.''261 (ap.[[Hesychius Lexicographus|Hsch.]], who also has προσαυρών· προστυχών, and [[προσηύρετο]] (Phot. [[προσαύρετο]])· προσέτυχε, προσηγάγετο).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0752.png Seite 752]] = [[προσαυράω]], tragic. bei Hesych. προσαυρίζουσα χερσαίᾳ τροχῇ, statt προσπίπτουσα.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0752.png Seite 752]] = [[προσαυράω]], tragic. bei Hesych. προσαυρίζουσα χερσαίᾳ τροχῇ, statt προσπίπτουσα.
}}
{{elru
|elrutext='''προσαυρίζω:''' [[достигать]], [[доходить]], [[касаться]] (τινί Aesch.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br />συναντώμαι με κάποιον («νοτὶς προσαυρίζουσα χερσαίᾳ τροχῇ», Τραγ. Αδέσπ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[αὔρα]] «[[φύσημα]] αέρα, [[αέρας]] εν κινήσει, δροσερή [[πνοή]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίζω</i>. Η σημ. της λ. έχει προκύψει μεταφορικά από την [[ιδιότητα]] της αύρας να μετακινεί την [[υγρασία]]].
|mltxt=Α<br />συναντώμαι με κάποιον («νοτὶς προσαυρίζουσα χερσαίᾳ τροχῇ», Τραγ. Αδέσπ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[αὔρα]] «[[φύσημα]] αέρα, [[αέρας]] εν κινήσει, δροσερή [[πνοή]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίζω</i>. Η σημ. της λ. έχει προκύψει μεταφορικά από την [[ιδιότητα]] της αύρας να μετακινεί την [[υγρασία]]].
}}
{{elru
|elrutext='''προσαυρίζω:''' достигать, доходить, касаться (τινί Aesch.).
}}
}}