Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μυλίας: Difference between revisions

From LSJ

Γέρων ἐραστὴς ἐσχάτη κακὴ τύχη → Senex amator ultimum infortunium → Das größte Unglück ist ein greiser Liebhaber

Menander, Monostichoi, 90
(13_2)
m (LSJ1 replacement)
 
(16 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=mylias
|Transliteration C=mylias
|Beta Code=muli/as
|Beta Code=muli/as
|Definition=ου, masc. Adj. <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">of</b> or <b class="b2">for a mill</b>, <b class="b3">λίθος μ</b>. <b class="b2">millstone</b>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Hp.Ma.</span>292d</span>, cf. <span class="bibl">Arist.<span class="title">Mete.</span>383b12</span>; also, rock <b class="b2">for millstones</b>, <span class="bibl">Str.6.2.3</span>, <span class="bibl">10.5.16</span>.</span>
|Definition=-ου, masc. Adj. of or for a [[mill]], <b class="b3">λίθος μ.</b> [[millstone]], Pl.''Hp.Ma.''292d, cf. [[Aristotle|Arist.]]''[[Meteorologica|Mete.]]''383b12; also, rock [[for millstones]], Str.6.2.3, 10.5.16.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0217.png Seite 217]] ὁ, zur Mühle gehörig, [[λίθος]], der Mühle stein, Strab. 6, 2, 3; auch ohne [[λίθος]], Plat. Hipp. mai. 292 d; Arist. meteor. 4, 6 u. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0217.png Seite 217]] ὁ, zur Mühle gehörig, [[λίθος]], der Mühle stein, Strab. 6, 2, 3; auch ohne [[λίθος]], Plat. Hipp. mai. 292 d; Arist. meteor. 4, 6 u. Sp.
}}
{{bailly
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br /><b>1</b> [[μυλίας]] [[λίθος]] roc dont on fait les pierres meulières;<br /><b>2</b> <i>subst.</i> ὁ [[μυλίας]] pierre meulière, meule.<br />'''Étymologie:''' [[μύλη]].
}}
{{elru
|elrutext='''μῠλίᾱς:''' ου ὁ [[мельничный камень]], [[жернов]] Plat.
}}
{{ls
|lstext='''μῠλίας''': -ου, ἀρσ., ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς μύλον, [[λίθος]] μ., μυλόπετρα, Πλάτ. Ἱππ. Μείζ. 292D, πρβλ. Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 6, 12· [[ἀλλά]], [[λίθος]] [[μυλίας]], ἐξ οὗ κατασκευάζονται μυλόπετραι, Στράβ. 269, πρβλ. 488.
}}
{{grml
|mltxt=[[μυλίας]], -ου, ὁ (Α)<br /><b>ως επίθ.</b> αυτός που ανήκει ή αρμόζει σε μύλο («[[μυλίας]] [[λίθος]]» — η [[μυλόπετρα]] ή ο [[λίθος]] από τον οποίο κατασκευάζεται η [[μυλόπετρα]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μύλη]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίας</i> ([[πρβλ]]. [[καπνίας]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μῠλίας:''' -ου,<br /><b class="num">1.</b> αρσ. επίθ., αυτός που ανήκει ή προορίζεται για μύλο, [[λίθος]] [[μυλίας]], [[μυλόπετρα]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> [[βράχος]] από τον οποίο κατασκευάζονται οι μυλόπετρες, σε Στράβ.
}}
}}

Latest revision as of 10:53, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῠλίας Medium diacritics: μυλίας Low diacritics: μυλίας Capitals: ΜΥΛΙΑΣ
Transliteration A: mylías Transliteration B: mylias Transliteration C: mylias Beta Code: muli/as

English (LSJ)

-ου, masc. Adj. of or for a mill, λίθος μ. millstone, Pl.Hp.Ma.292d, cf. Arist.Mete.383b12; also, rock for millstones, Str.6.2.3, 10.5.16.

German (Pape)

[Seite 217] ὁ, zur Mühle gehörig, λίθος, der Mühle stein, Strab. 6, 2, 3; auch ohne λίθος, Plat. Hipp. mai. 292 d; Arist. meteor. 4, 6 u. Sp.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
1 μυλίας λίθος roc dont on fait les pierres meulières;
2 subst.μυλίας pierre meulière, meule.
Étymologie: μύλη.

Russian (Dvoretsky)

μῠλίᾱς: ου ὁ мельничный камень, жернов Plat.

Greek (Liddell-Scott)

μῠλίας: -ου, ἀρσ., ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς μύλον, λίθος μ., μυλόπετρα, Πλάτ. Ἱππ. Μείζ. 292D, πρβλ. Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 6, 12· ἀλλά, λίθος μυλίας, ἐξ οὗ κατασκευάζονται μυλόπετραι, Στράβ. 269, πρβλ. 488.

Greek Monolingual

μυλίας, -ου, ὁ (Α)
ως επίθ. αυτός που ανήκει ή αρμόζει σε μύλο («μυλίας λίθος» — η μυλόπετρα ή ο λίθος από τον οποίο κατασκευάζεται η μυλόπετρα).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύλη + κατάλ. -ίας (πρβλ. καπνίας)].

Greek Monotonic

μῠλίας: -ου,
1. αρσ. επίθ., αυτός που ανήκει ή προορίζεται για μύλο, λίθος μυλίας, μυλόπετρα, σε Πλάτ.
2. βράχος από τον οποίο κατασκευάζονται οι μυλόπετρες, σε Στράβ.