μηριαῖος: Difference between revisions

m
LSJ1 replacement
(Bailly1_3)
m (LSJ1 replacement)
 
(16 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=miriaios
|Transliteration C=miriaios
|Beta Code=mhriai=os
|Beta Code=mhriai=os
|Definition=α, ον, (μηρός) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">of</b> or <b class="b2">belonging to the thigh</b>, μυελός <span class="title">Hippiatr.</span> 12; <b class="b3">ὀστᾶ</b> Sch.<span class="bibl">Il.1.40</span>: Subst., <b class="b3">αἱ μ</b>. the <b class="b2">thighs</b>, of the horse, <span class="bibl">X.<span class="title">Eq.</span> 11.4</span>; of the dog, <span class="bibl">Id.<span class="title">Cyn.</span>4.1</span>.</span>
|Definition=α, ον, ([[μηρός]]) of or belonging to the [[thigh]], μυελός ''Hippiatr.'' 12; [[ὀστᾶ]] Sch.Il.1.40: Subst., <b class="b3">αἱ μ.</b> the [[thighs]], of the horse, X.''Eq.'' 11.4; of the dog, Id.''Cyn.''4.1.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0177.png Seite 177]] zu den Schenkeln gehörig, an den Schenkeln; ὀστᾶ, Schol. Il. 1, 40; Xen. Hipp. 11, 4; Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0177.png Seite 177]] zu den Schenkeln gehörig, an den Schenkeln; ὀστᾶ, Schol. Il. 1, 40; Xen. Hipp. 11, 4; Sp.
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br />de la cuisse ; ἡ μηριαία cuisse d'un cheval <i>ou</i> d'un chien.<br />'''Étymologie:''' [[μηρός]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μηριαῖος''': -α, -ον, (μηρὸς) ὁ ἀνήκων εἰς τὸν μηρόν, Λατ. femoralis, τὰ μ. ὀστᾶ Σχόλ. εἰς Ἰλ. Α. 40· αἱ μηριαῖαι, οἱ μηροί, τοῦ ἵππου, Ξεν. Ἱππ. 11, 4· τοῦ κυνός, ὁ αὐτ. ἐν Κυν. 4, 1.
|lstext='''μηριαῖος''': -α, -ον, (μηρὸς) ὁ ἀνήκων εἰς τὸν μηρόν, Λατ. femoralis, τὰ μ. ὀστᾶ Σχόλ. εἰς Ἰλ. Α. 40· αἱ μηριαῖαι, οἱ μηροί, τοῦ ἵππου, Ξεν. Ἱππ. 11, 4· τοῦ κυνός, ὁ αὐτ. ἐν Κυν. 4, 1.
}}
}}
{{bailly
{{grml
|btext=α, ον :<br />de la cuisse ; ἡ μηριαία cuisse d’un cheval <i>ou</i> d’un chien.<br />'''Étymologie:''' [[μηρός]].
|mltxt=-α, -ο (Α μηριαῖος, -α, -ον)<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μηρό ή στους μηρούς<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «μηριαία [[αρτηρία]]»<br /><b>ανατ.</b> η βασική [[αρτηρία]] για την [[αιμάτωση]] τών στοιχείων του μηρού<br />β) «μηριαία [[φλέβα]]»<br /><b>ανατ.</b> το βασικό απαγωγό αιμοφόρο [[αγγείο]] του μηρού<br />γ) «μηριαίο [[οστό]]»<br /><b>ανατ.</b> το μεγαλύτερο [[οστό]] του ανθρώπινου σώματος, το οποίο αποτελεί τον [[σκελετό]] του μηρού<br />δ) «μηριαίοι μύες»<br /><b>ανατ.</b> οι μύες του μηρού, οι οποίοι διακρίνονται σε πρόσθιους και οπίσθιους<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>το θηλ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>αἱ μηριαῖαι</i><br />(για [[άλογο]] και [[σκύλο]]) οι μηροί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μηρός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιαῖος</i> ([[πρβλ]]. [[νωτιαίος]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μηριαῖος:''' -α, -ον ([[μηρός]]), αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στον μηρό, Λατ. [[femoralis]], <i>αἱ μηριαῖοι</i>, μηροί, μπούτια, σε Ξεν.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[μηριαῖος]], η, ον [[μηρός]]<br />of or belonging to the [[thigh]], Lat. [[femoralis]], αἱ μ. the thighs, Xen.
}}
}}