3,274,919
edits
(Bailly1_3) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(16 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=miriaios | |Transliteration C=miriaios | ||
|Beta Code=mhriai=os | |Beta Code=mhriai=os | ||
|Definition=α, ον, (μηρός) | |Definition=α, ον, ([[μηρός]]) of or belonging to the [[thigh]], μυελός ''Hippiatr.'' 12; [[ὀστᾶ]] Sch.Il.1.40: Subst., <b class="b3">αἱ μ.</b> the [[thighs]], of the horse, X.''Eq.'' 11.4; of the dog, Id.''Cyn.''4.1. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0177.png Seite 177]] zu den Schenkeln gehörig, an den Schenkeln; ὀστᾶ, Schol. Il. 1, 40; Xen. Hipp. 11, 4; Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0177.png Seite 177]] zu den Schenkeln gehörig, an den Schenkeln; ὀστᾶ, Schol. Il. 1, 40; Xen. Hipp. 11, 4; Sp. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=α, ον :<br />de la cuisse ; ἡ μηριαία cuisse d'un cheval <i>ou</i> d'un chien.<br />'''Étymologie:''' [[μηρός]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μηριαῖος''': -α, -ον, (μηρὸς) ὁ ἀνήκων εἰς τὸν μηρόν, Λατ. femoralis, τὰ μ. ὀστᾶ Σχόλ. εἰς Ἰλ. Α. 40· αἱ μηριαῖαι, οἱ μηροί, τοῦ ἵππου, Ξεν. Ἱππ. 11, 4· τοῦ κυνός, ὁ αὐτ. ἐν Κυν. 4, 1. | |lstext='''μηριαῖος''': -α, -ον, (μηρὸς) ὁ ἀνήκων εἰς τὸν μηρόν, Λατ. femoralis, τὰ μ. ὀστᾶ Σχόλ. εἰς Ἰλ. Α. 40· αἱ μηριαῖαι, οἱ μηροί, τοῦ ἵππου, Ξεν. Ἱππ. 11, 4· τοῦ κυνός, ὁ αὐτ. ἐν Κυν. 4, 1. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{grml | ||
| | |mltxt=-α, -ο (Α μηριαῖος, -α, -ον)<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μηρό ή στους μηρούς<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «μηριαία [[αρτηρία]]»<br /><b>ανατ.</b> η βασική [[αρτηρία]] για την [[αιμάτωση]] τών στοιχείων του μηρού<br />β) «μηριαία [[φλέβα]]»<br /><b>ανατ.</b> το βασικό απαγωγό αιμοφόρο [[αγγείο]] του μηρού<br />γ) «μηριαίο [[οστό]]»<br /><b>ανατ.</b> το μεγαλύτερο [[οστό]] του ανθρώπινου σώματος, το οποίο αποτελεί τον [[σκελετό]] του μηρού<br />δ) «μηριαίοι μύες»<br /><b>ανατ.</b> οι μύες του μηρού, οι οποίοι διακρίνονται σε πρόσθιους και οπίσθιους<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>το θηλ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>αἱ μηριαῖαι</i><br />(για [[άλογο]] και [[σκύλο]]) οι μηροί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μηρός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιαῖος</i> ([[πρβλ]]. [[νωτιαίος]])]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μηριαῖος:''' -α, -ον ([[μηρός]]), αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στον μηρό, Λατ. [[femoralis]], <i>αἱ μηριαῖοι</i>, μηροί, μπούτια, σε Ξεν. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[μηριαῖος]], η, ον [[μηρός]]<br />of or belonging to the [[thigh]], Lat. [[femoralis]], αἱ μ. the thighs, Xen. | |||
}} | }} |