ἀπολυμαντήρ: Difference between revisions

m
LSJ1 replacement
(3)
m (LSJ1 replacement)
 
(13 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=apolymantir
|Transliteration C=apolymantir
|Beta Code=a)polumanth/r
|Beta Code=a)polumanth/r
|Definition=ῆρος, ὁ, (λύμη) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">destroyer</b>: <b class="b3">δαιτῶν ἀ</b>. <b class="b2">one who destroys</b> one's pleasure at dinner, <b class="b2">kill-joy</b> (or <b class="b2">a devourer of remnants, lick-plate</b>), <span class="bibl">Od.17.220</span>,<span class="bibl">377</span>.</span>
|Definition=ἀπολυμαντῆρος, ὁ, ([[λύμη]]) [[destroyer]]: <b class="b3">δαιτῶν ἀ.</b> [[one who destroys]] one's pleasure at dinner, [[kill-joy]] (or [[a devourer of remnants]], [[lick-plate]]), Od.17.220,377.
}}
{{DGE
|dgtxt=(ἀπολῡμαντήρ) -ῆρος, ὁ [[aguafiestas]] δαιτῶν <i>Od</i>.17.220, 377.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0313.png Seite 313]] ῆρος, ὁ, Hom. zweimal, Od. 17, 220 πτωχὸν ἀνιηρόν, δαιτῶν ἀπολυμαντῆρα, 377 πτωχοὶ ἀνιηροί, δαιτῶν ἀπολυμαντῆρες, Homerisch das compos. [[ἀπολυμαντήρ]] statt des simpl. [[λυμαντήρ]], δαιτῶν [[ἀπολυμαντήρ]] = ὁ τὰς δαῖτας λυμαινόμενος, λυμεὼν τῶν εὐωχιῶν, Störer der Mahle, vgl. Apoll. Lex. Hom. 40, 13 Scholl. u. Eustath. Od. 17, 220.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0313.png Seite 313]] ῆρος, ὁ, Hom. zweimal, Od. 17, 220 πτωχὸν ἀνιηρόν, δαιτῶν ἀπολυμαντῆρα, 377 πτωχοὶ ἀνιηροί, δαιτῶν ἀπολυμαντῆρες, Homerisch das compos. [[ἀπολυμαντήρ]] statt des simpl. [[λυμαντήρ]], δαιτῶν [[ἀπολυμαντήρ]] = ὁ τὰς δαῖτας λυμαινόμενος, λυμεὼν τῶν εὐωχιῶν, Störer der Mahle, vgl. Apoll. Lex. Hom. 40, 13 Scholl. u. Eustath. Od. 17, 220.
}}
{{bailly
|btext=ῆρος (ὁ) :<br />[[qui détruit]], [[qui bouleverse]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀπολυμαίνομαι]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπολῡμαντήρ:''' ῆρος ὁ чистильщик, уборщик: δαιτῶν ἀ. Hom. ирон. уборщик (чужих) блюд, блюдолиз.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπολῡμαντήρ''': ὁ, ([[λύμη]]), ὁ λυμαινόμενος, δαιτῶν [[ἀπολυμαντήρ]], «ὁ τὰς δαῖτας διὰ λαιμαργίαν λυμαινόμενος, ἢ τὰ τῶν δαιτῶν λύματα ὅ ἐστι καθάρματα [[οἷον]] ψιχία καὶ εἴ τι τοιοῦτον ἀποφερόμενος» Εὐστ. Ὀδ. Ρ. 220, 377, πρβλ. Σχολ. καὶ Ἡσύχ. ἐν λέξει.
|lstext='''ἀπολῡμαντήρ''': ὁ, ([[λύμη]]), ὁ λυμαινόμενος, δαιτῶν [[ἀπολυμαντήρ]], «ὁ τὰς δαῖτας διὰ λαιμαργίαν λυμαινόμενος, ἢ τὰ τῶν δαιτῶν λύματα ὅ ἐστι καθάρματα [[οἷον]] ψιχία καὶ εἴ τι τοιοῦτον ἀποφερόμενος» Εὐστ. Ὀδ. Ρ. 220, 377, πρβλ. Σχολ. καὶ Ἡσύχ. ἐν λέξει.
}}
{{bailly
|btext=ῆρος (ὁ) :<br />qui détruit, qui bouleverse.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπολυμαίνομαι]].
}}
{{DGE
|dgtxt=(ἀπολῡμαντήρ) -ῆρος, ὁ [[aguafiestas]] δαιτῶν <i>Od</i>.17.220, 377.
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀπολῡμαντήρ:''' ὁ ([[λύμη]]), αυτός που λυμαίνεται [[κάτι]], [[καταστροφέας]]· δαιτῶν [[ἀπολυμαντήρ]], αυτός που καταστρέφει τη [[χαρά]] του δείπνου, αυτός που καταστρέφει [[κάθε]] [[ευχαρίστηση]], ή, σύμφωνα με άλλους, αυτός που καταβροχθίζει [[λαίμαργα]] ό,τι βρει κατά το [[δείπνο]], αυτός που γλείφει και το [[πιάτο]], σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''ἀπολῡμαντήρ:''' ὁ ([[λύμη]]), αυτός που λυμαίνεται [[κάτι]], [[καταστροφέας]]· δαιτῶν [[ἀπολυμαντήρ]], αυτός που καταστρέφει τη [[χαρά]] του δείπνου, αυτός που καταστρέφει [[κάθε]] [[ευχαρίστηση]], ή, σύμφωνα με άλλους, αυτός που καταβροχθίζει [[λαίμαργα]] ό,τι βρει κατά το [[δείπνο]], αυτός που γλείφει και το [[πιάτο]], σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[λύμη]]<br />a [[destroyer]]: δαιτῶν ἀπολ. one who destroys the [[pleasure]] of [[dinner]], a [[kill]]-joy, — or, acc. to others, a devourer of feasts, [[lick]]-[[plate]], Od.
}}
}}