3,270,341
edits
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(4 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=eymmeliis | |Transliteration C=eymmeliis | ||
|Beta Code=e)u+mmeli/hs | |Beta Code=e)u+mmeli/hs | ||
|Definition=ὁ, (εὖ, μελία) | |Definition=ὁ, (εὖ, μελία) [[armed with good ashen spear]], [[ἐϋμμελίω]] (Ion. gen.) Πριάμοιο Il.4.47, al.; Πάνθου υἱὸς ἐϋμμελίης 17.9, cf. Od. 3.400, Hes.''Sc.''368, etc.: Dor.gen.ἐϋμμελία ''APl.''1.6. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1081.png Seite 1081]] ὁ ([[μελία]]), gen. ἐϋμμελίω u. ἐϋμμελίεω, ep. = [[εὐμελίας]], das sich nur bei Gramm. findet, mit einer (eschenen) Lanze wohl versehen, Priamus, Il. 4, 47, u. sonst Beiwort der Helden; Hes. Sc. 368; Ap. Rh. 1, 96; ἐϋμμελία Δαματρίου Ep. ad. 163 (Plan. 6). | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1081.png Seite 1081]] ὁ ([[μελία]]), gen. ἐϋμμελίω u. ἐϋμμελίεω, ep. = [[εὐμελίας]], das sich nur bei Gramm. findet, mit einer (eschenen) Lanze wohl versehen, Priamus, Il. 4, 47, u. sonst Beiwort der Helden; Hes. Sc. 368; Ap. Rh. 1, 96; ἐϋμμελία Δαματρίου Ep. ad. 163 (Plan. 6). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>gén.</i> ίω;<br /><i>adj. m.</i><br />[[à la forte lance]].<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[μελία]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐϋμμελίης:''' [[вооруженный крепким ясеневым копьем]] ([[Πρίαμος]] Hom.; [[Κύκνος]] Hes.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐϋμμελίης''': ὁ, (εὖ [[μελία]]), ὡπλισμένος διὰ καλοῦ δόρατος, ἐκ μελίας, Ὁμηρικὸν ἐπίθετον τοῦ Πριάμου, ἐϋμμελίω Πριάμοιο (ἀντὶ τοῦ Ἰων. ἐϋμμελίεω), «τοῦ εὖ ποτε τῇ μελίᾳ χρησαμένου, πολεμικοῦ» (Σχόλ.), Ἰλ. Δ. 47, 165, Ζ. 449· τοῦ Εὐφόρβου, Πανθόου υἱὸς [[ἐϋμμελίης]] Ρ. 9· υἱὸν ἐϋμμελίην [[αὐτόθι]] 59· υἷες ἐϋμμελίαι [[αὐτόθι]] 23· τῶν ἡρώων, Ὀδ. Γ. 400, Ἡσίοδ., κλ.· Δωρ. γεν. ἐϋμμελία Ἀνθ. Πλαν. 1. 6. | |lstext='''ἐϋμμελίης''': ὁ, (εὖ [[μελία]]), ὡπλισμένος διὰ καλοῦ δόρατος, ἐκ μελίας, Ὁμηρικὸν ἐπίθετον τοῦ Πριάμου, ἐϋμμελίω Πριάμοιο (ἀντὶ τοῦ Ἰων. ἐϋμμελίεω), «τοῦ εὖ ποτε τῇ μελίᾳ χρησαμένου, πολεμικοῦ» (Σχόλ.), Ἰλ. Δ. 47, 165, Ζ. 449· τοῦ Εὐφόρβου, Πανθόου υἱὸς [[ἐϋμμελίης]] Ρ. 9· υἱὸν ἐϋμμελίην [[αὐτόθι]] 59· υἷες ἐϋμμελίαι [[αὐτόθι]] 23· τῶν ἡρώων, Ὀδ. Γ. 400, Ἡσίοδ., κλ.· Δωρ. γεν. ἐϋμμελία Ἀνθ. Πλαν. 1. 6. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐϋμμελίης:''' ὁ (εὖ, [[μελία]]), Επικ. αντί <i>εὐ-μελίης</i>, οπλισμένος, [[ένοπλος]] με καλό [[δόρυ]] από [[ξύλο]] φλαμουριάς, σε Όμηρ.· <i>ἐϋμμελίω</i>, Επικ. γεν., σε Ομήρ. Ιλ. | |lsmtext='''ἐϋμμελίης:''' ὁ (εὖ, [[μελία]]), Επικ. αντί <i>εὐ-μελίης</i>, οπλισμένος, [[ένοπλος]] με καλό [[δόρυ]] από [[ξύλο]] φλαμουριάς, σε Όμηρ.· <i>ἐϋμμελίω</i>, Επικ. γεν., σε Ομήρ. Ιλ. | ||
}} | }} |