φάλανθος: Difference between revisions

m
LSJ1 replacement
(4b)
m (LSJ1 replacement)
 
(10 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=falanthos
|Transliteration C=falanthos
|Beta Code=fa/lanqos
|Beta Code=fa/lanqos
|Definition=[φᾰ], ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">bald in front</b>, βρέγμα <span class="title">AP</span>9.317, cf. <span class="bibl">D.L.7.160</span>, <span class="bibl">Phryn.<span class="title">PS</span>p.124</span> B. cod.; neut. <b class="b3">φάλανθον, τό,</b> <b class="b2">bald patch</b>, οὐλὴ φαλάνθῳ δεξιῷ <span class="bibl"><span class="title">PStrassb.</span>81.29</span> (ii B.C.).</span>
|Definition=[φᾰ], ον, [[bald in front]], βρέγμα ''AP''9.317, cf. D.L.7.160, Phryn.''PS''p.124 B. cod.; neut. [[φάλανθον]], τό, [[bald patch]], οὐλὴ φαλάνθῳ δεξιῷ ''PStrassb.''81.29 (ii B.C.).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1253.png Seite 1253]] ον, = [[φαλακρός]]; [[βρέγμα]] Ep. ad. 40 (IX, 317); vgl. B. A. 71, wo es, von [[φαλακρός]] verschieden, = ἀναφαλανθίας erkl. wird.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1253.png Seite 1253]] ον, = [[φαλακρός]]; [[βρέγμα]] Ep. ad. 40 (IX, 317); vgl. B. A. 71, wo es, von [[φαλακρός]] verschieden, = ἀναφαλανθίας erkl. wird.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />[[chauve sur le front]].<br />'''Étymologie:''' [[φαλός]].
}}
{{elru
|elrutext='''φάλανθος:''' (φᾰ) плешивый, лысый ([[βρέγμα]] Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''φάλανθος''': -ον, ὁ κατὰ [[μέτωπον]] (τὸ [[βρέγμα]]) [[φαλακρός]], Ἀνθ. Π. 9. 317, Διογ. Λ. 7, 160, Α. Β. 71.
|lstext='''φάλανθος''': -ον, ὁ κατὰ [[μέτωπον]] (τὸ [[βρέγμα]]) [[φαλακρός]], Ἀνθ. Π. 9. 317, Διογ. Λ. 7, 160, Α. Β. 71.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />chauve sur le front.<br />'''Étymologie:''' [[φαλός]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] [[φαλακρός]] [[πάνω]] από το [[μέτωπο]], στο [[βρέγμα]]<br /><b>2.</b> ([[κατά]] τον Φρύν.) «ὁ [[οὐδέπω]] μὲν [[φαλακρός]], ὑπὸ δὲ τῆς οὐλότητος τῶν τριχῶν τὸ [[μέτωπον]] μεῑζον ἀναφαίνων»<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ φάλανθον</i>- το φαλακρὸ [[μέρος]] της κεφαλής<br /><b>4.</b> (<b>το θηλ. ως κύριο όν.</b>) (ἡ) <i>Φάλανθος</i><br />[[πόλη]] της Αρκαδίας στα βόρεια της Μεγαλόπολης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για σύνθ. τ. με <i>α</i>' συνθετικό το επίθ. [[φαλός]] «[[λευκός]]» (<b>βλ.</b> και [[φαλακρός]]) και β' συνθετικό τη λ. [[ἄνθος]] (<b>πρβλ.</b> το [[ερμήνευμα]] του Φωτίου: [[φάλανθος]]·[[φαλακρός]]<br />[[ἄνθος]] γὰρ ἡλευκὴ [[θρίξ]]). Ωστόσο, [[πρόβλημα]] γεννά η [[μορφή]] του τ. [[φάλανθος]], [[αντί]] του αναμενόμενου -<i>ανθής</i> (όπως απαντά η λ. [[ἄνθος]] ως</i> β' συνθετικό), ο [[οποίος]] μπορεί, όμως, να έχει προέλθει με [[αντικατάσταση]] ενός αρχικού <i>φαλανθής</i> λόγω της χρήσης της λ. στο καθημερινό [[λεξιλόγιο]] (<b>πρβλ.</b> τα ον. <i>Μέλ</i>-<i>ανθος</i>, <i>Πολύ</i>-<i>ανθος</i>, <i>Φίλ</i>-<i>ανθος</i> από αντίστοιχα επίθ. <i>μελ</i>-<i>ανθής</i>, <i>πολυ</i>-<i>ανθής</i>, <i>φιλ</i>-<i>ανθής</i>, [[καθώς]] και [[Πάτροκλος]] [[αντί]] <i>Πατροκλής</i>. Η λ. [[φάλανθος]], [[τέλος]], χρησιμοποιήθηκε και ως ανθρωπωνύμιο και ως [[τοπωνύμιο]], ενώ απαντά πιθ. και στη Μυκηναϊκή στο ανθρωπωνύμιο <i>parato</i>].
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] [[φαλακρός]] [[πάνω]] από το [[μέτωπο]], στο [[βρέγμα]]<br /><b>2.</b> ([[κατά]] τον Φρύν.) «ὁ [[οὐδέπω]] μὲν [[φαλακρός]], ὑπὸ δὲ τῆς οὐλότητος τῶν τριχῶν τὸ [[μέτωπον]] μεῖζον ἀναφαίνων»<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ φάλανθον</i>- το φαλακρὸ [[μέρος]] της κεφαλής<br /><b>4.</b> (<b>το θηλ. ως κύριο όν.</b>) (ἡ) <i>Φάλανθος</i><br />[[πόλη]] της Αρκαδίας στα βόρεια της Μεγαλόπολης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για σύνθ. τ. με <i>α</i>' συνθετικό το επίθ. [[φαλός]] «[[λευκός]]» (<b>βλ.</b> και [[φαλακρός]]) και β' συνθετικό τη λ. [[ἄνθος]] (<b>πρβλ.</b> το [[ερμήνευμα]] του Φωτίου: [[φάλανθος]]·[[φαλακρός]]<br />[[ἄνθος]] γὰρ ἡλευκὴ [[θρίξ]]). Ωστόσο, [[πρόβλημα]] γεννά η [[μορφή]] του τ. [[φάλανθος]], [[αντί]] του αναμενόμενου -<i>ανθής</i> (όπως απαντά η λ. [[ἄνθος]] ως</i> β' συνθετικό), ο [[οποίος]] μπορεί, όμως, να έχει προέλθει με [[αντικατάσταση]] ενός αρχικού <i>φαλανθής</i> λόγω της χρήσης της λ. στο καθημερινό [[λεξιλόγιο]] (<b>πρβλ.</b> τα ον. <i>Μέλ</i>-<i>ανθος</i>, <i>Πολύ</i>-<i>ανθος</i>, <i>Φίλ</i>-<i>ανθος</i> από αντίστοιχα επίθ. <i>μελ</i>-<i>ανθής</i>, <i>πολυ</i>-<i>ανθής</i>, <i>φιλ</i>-<i>ανθής</i>, [[καθώς]] και [[Πάτροκλος]] [[αντί]] <i>Πατροκλής</i>. Η λ. [[φάλανθος]], [[τέλος]], χρησιμοποιήθηκε και ως ανθρωπωνύμιο και ως [[τοπωνύμιο]], ενώ απαντά πιθ. και στη Μυκηναϊκή στο ανθρωπωνύμιο <i>parato</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''φάλανθος:''' [φᾰ], -ον ([[φαλός]]), [[φαλακρός]] στο [[μέτωπο]] ή από [[μπροστά]], σε Ανθ.
|lsmtext='''φάλανθος:''' [φᾰ], -ον ([[φαλός]]), [[φαλακρός]] στο [[μέτωπο]] ή από [[μπροστά]], σε Ανθ.
}}
}}
{{elru
{{mdlsj
|elrutext='''φάλανθος:''' (φᾰ) плешивый, лысый ([[βρέγμα]] Anth.).
|mdlsjtxt=[[φάλανθος]], ον, [[φαλός]]<br />[[bald]] in [[front]], Anth.
}}
}}