μέταξα: Difference between revisions

1,012 bytes added ,  25 August 2023
m
LSJ1 replacement
(c2)
m (LSJ1 replacement)
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=metaksa
|Transliteration C=metaksa
|Beta Code=me/taca
|Beta Code=me/taca
|Definition=ης, ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">raw silk</b>, <span class="bibl">Procop.<span class="title">Arc.</span>25</span>, Lyd.<span class="title">Mag.</span>2.4, etc. (The etym. is unknown: an earlier Latin form <b class="b2">mataxa</b> in Lucil.1192, Vitr. 7.3.2 in the sense of 'floss', 'tow'.)</span>
|Definition=ης, ἡ, [[raw silk]], Procop.''Arc.''25, Lyd.''Mag.''2.4, etc. (The etym. is unknown: an earlier Latin form [[mataxa]] in Lucil.1192, Vitr. 7.3.2 in the sense of 'floss', 'tow'.)
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0151.png Seite 151]] ἡ, auch [[μάταξα]] geschrieben, ein Fremdwort, rohe Seide, u. Seide überhaupt, Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0151.png Seite 151]] ἡ, auch [[μάταξα]] geschrieben, ein Fremdwort, rohe Seide, u. Seide überhaupt, Sp.
}}
{{ls
|lstext='''μέταξα''': ἡ, Λατ. metaxa, ἀκατέργαστον μετάξι, «μετάξι», Προκόπ., κτλ.· [[ὡσαύτως]] [[μάταξα]], Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 46· - ὑποκορ. μετάξιον, τό, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ψ. 760· - μεταξάριος, ὁ, ὁ κατεργαζόμενος τὴν μέταξαν, «μεταξᾶς», Βασιλικ. Ἐκκλ. 25, τιτ. 12, § 56. - Ἅπαντα ξενικά· ἴδε Δουκάγγ.
}}
{{grml
|mltxt=η (ΑΜ [[μέταξα]], Μ και μετάξα)<br />κλωστική και [[υφαντική]] ύλη που εκκρίνεται από την [[κάμπια]] του μεταξοσκώληκα<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[νήμα]] που κατασκευάζεται από αυτήν την ύλη<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[μέταξα]] τεχνητή» ή «[[μέταξα]] φυτική» — το [[ρεγιόν]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δάνεια λ. άγνωστης προέλευσης ([[πρβλ]]. λατ. <i>m</i><i>ā</i><i>taxa</i> / <i>m</i><i>ē</i><i>taxa</i>)].
}}
}}