καταφλυαρέω: Difference between revisions
Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kataflyareo | |Transliteration C=kataflyareo | ||
|Beta Code=katafluare/w | |Beta Code=katafluare/w | ||
|Definition=[[keep on chattering]], τι Ps.-Luc. | |Definition=[[keep on chattering]], τι Ps.-Luc.''Philopatr.''20, 25: c. gen., ὀνόματα ἅπερ Ἑλλάνικος καὶ Ἡρόδοτος -εφλυάρησαν ἡμῶν Str. 12.3.21, cf. D.L.5.20, ''Corp.Herm.''1.29. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 15: | Line 15: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''καταφλυᾱρέω:''' [[болтать]] (τι Luc.): καταφλυαρῆσαί τινος Diog. L. надоесть кому-л. своей болтовней. | |elrutext='''καταφλυᾱρέω:''' [[болтать]] (τι Luc.): καταφλυαρῆσαί τινος Diog. L. надоесть кому-л. своей болтовней. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[υᾱ], <i>Einem durch [[Schwatzen]] [[lästig]] [[fallen]], ihm Viel [[vorschwatzen]]</i>; τινός, Strab. XII.550; τί τινος, DL. 5.20 und andere Spätere | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:02, 25 August 2023
English (LSJ)
keep on chattering, τι Ps.-Luc.Philopatr.20, 25: c. gen., ὀνόματα ἅπερ Ἑλλάνικος καὶ Ἡρόδοτος -εφλυάρησαν ἡμῶν Str. 12.3.21, cf. D.L.5.20, Corp.Herm.1.29.
Greek (Liddell-Scott)
καταφλυᾱρέω: φλυαρῶ περὶ τινος, τι Ψευδο-Λουκ. Φιλόπατρ. 20 καὶ 25· ἀλλά, κ. τινος, καταπληρῶ τινα φλυαριῶν, τὸν φορτώνω μὲ φλυαρίας, Στράβ. 550· τινὸς τι κ. Διογ. Λ. 5. 20.καταφοβέω, φοβῶ τινα πολὺ, τὸν ἐμβάλλω εἰς πολὺν φόβον, Θουκ. 7. 21, Λουκ. Ἑταιρ. Διάλ. 13. 5.- Μέσ., καταφοβοῦμαι, μεγάλως φοβοῦμαι, ὁ μέσ., -φοβήσομαι καὶ ὁ ἀόρ. -εφοβήθην, τι Ἀριστοφ. Βάτρ. 1109· ἀπολ., καταφοβηθεὶς Θουκ. 6. 33.κατάφοβος, ον, πλήρης φόβου, πεφοβημένος, κ. ἦν κατεφοβεῖτο· μετ’ αἰτ., κ. ἦσαν τοὺς ἐλέφαντας Πολύβ. 1. 39, 12· τὸ μέλλον 3. 107, 15· κ. ἦν μή… ὁ αὐτ. 10. 7, 7· κ. γίνομαι Ἑβδ.· ἀπολ., Πλουτ. Δίων 4· κ. καὶ δύσελπις Πελοπ. 31.
Russian (Dvoretsky)
καταφλυᾱρέω: болтать (τι Luc.): καταφλυαρῆσαί τινος Diog. L. надоесть кому-л. своей болтовней.
German (Pape)
[υᾱ], Einem durch Schwatzen lästig fallen, ihm Viel vorschwatzen; τινός, Strab. XII.550; τί τινος, DL. 5.20 und andere Spätere