Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ξυλουργικός: Difference between revisions

From LSJ

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ksylourgikos
|Transliteration C=ksylourgikos
|Beta Code=culourgiko/s
|Beta Code=culourgiko/s
|Definition=ή, όν, of or for [[carpentry]], <span class="bibl">E.<span class="title">Fr.</span>988</span>: <b class="b3">-κή</b> (sc. [[τέχνη]]), = [[ξυλουργία]], <span class="bibl">Pl.<span class="title">Phlb.</span>56b</span>.
|Definition=ξυλουργική, ξυλουργικόν, of or for [[carpentry]], E.''Fr.''988: ἡ [[ξυλουργική]] (''[[sc.]]'' [[τέχνη]]), = [[ξυλουργία]], [[Plato|Pl.]]''[[Philebus|Phlb.]]'' 56b.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 11:03, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξῠλουργικός Medium diacritics: ξυλουργικός Low diacritics: ξυλουργικός Capitals: ΞΥΛΟΥΡΓΙΚΟΣ
Transliteration A: xylourgikós Transliteration B: xylourgikos Transliteration C: ksylourgikos Beta Code: culourgiko/s

English (LSJ)

ξυλουργική, ξυλουργικόν, of or for carpentry, E.Fr.988: ἡ ξυλουργική (sc. τέχνη), = ξυλουργία, Pl.Phlb. 56b.

German (Pape)

[Seite 281] ή, όν, zum Bearbeiten des Holzes gehörig, Eur. tr. inc. 94; ἡ ξυλουργική, Plat. Phil. 56 b; Plut.

Russian (Dvoretsky)

ξῠλουργικός: плотничий, Eur. ap. Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ξῠλουργικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὴν ξυλουργίαν, Εὐρ. Ἀποσπ. 978· ἡ -κὴ (ἐξυπ. τέχνη), = ξυλουργία, Πλάτ. Φίληβ. 56B.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ξυλουργικός, -ή, -όν) ξυλουργός
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ξυλουργό ή στην ξυλουργία («ξυλουργικά εργαλεία»)
2. το θηλ. ως ουσ. η ξυλουργική
η τέχνη και το επιτήδευμα της κοπής, κατεργασίας και συναρμογής τών ξύλων, η ξυλουργία.