τερενόχρως: Difference between revisions

m
LSJ1 replacement
(6_23)
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=terenochros
|Transliteration C=terenochros
|Beta Code=tereno/xrws
|Beta Code=tereno/xrws
|Definition=ωτος, ὁ, ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">with tender skin</b>, τερενόχρωτες μαζῶν ὄψεις <span class="bibl">Anaxandr.41.37</span> (anap.); heterocl. dat. τερενόχροϊ <span class="bibl">Opp.<span class="title">H.</span>2.56</span>; nom. pl. τερενόχροες <span class="bibl">Orph.<span class="title">L.</span>33</span>.</span>
|Definition=ωτος, ὁ, ἡ, [[with tender skin]], τερενόχρωτες μαζῶν ὄψεις Anaxandr.41.37 (anap.); heterocl. dat. τερενόχροϊ Opp.''H.''2.56; nom. pl. τερενόχροες Orph.''L.''33.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τερενόχρως''': -ωτος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων δέρμα τρυφερόν, τερενόχρωτες μαζῶν ὄψεις Ἀναξανδρ. ἐν «Πρωτεσιλάῳ» 1. 37· ἑτεροκλ. δοτ. τερενόχροϊ, Ὀππ. Ἁλ. 2. 56· ὀνομ. πληθ. τερενόχροες, Ὀρφ. Λιθ. 33.
|lstext='''τερενόχρως''': -ωτος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων δέρμα τρυφερόν, τερενόχρωτες μαζῶν ὄψεις Ἀναξανδρ. ἐν «Πρωτεσιλάῳ» 1. 37· ἑτεροκλ. δοτ. τερενόχροϊ, Ὀππ. Ἁλ. 2. 56· ὀνομ. πληθ. τερενόχροες, Ὀρφ. Λιθ. 33.
}}
{{grml
|mltxt=-ωτος, ὁ, ἡ, και ως επίθ. [[τερενόχρους]], -ουν και -οος, -οον, Α<br />αυτός που έχει τρυφερό, μαλακό [[δέρμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τέρην]], -<i>ενος</i> «[[τρυφερός]], [[μαλακός]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>χρως</i> / -<i>χροος</i> / -<i>χρους</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χρώς]], <i>χρωτός</i> / [[χροός]] «[[επιδερμίδα]]»), [[πρβλ]]. [[ἁπαλόχρως]]].
}}
}}