μονόκλωνος: Difference between revisions

m
LSJ1 replacement
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (LSJ1 replacement)
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=monoklonos
|Transliteration C=monoklonos
|Beta Code=mono/klwnos
|Beta Code=mono/klwnos
|Definition=ον, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[with a single stem]], Dsc. 4.5, dub. l. in <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>9.18.8</span>, cf. <span class="title">PMag.Par.</span>1.808:—also μονό-κλων, ib. 2689.</span>
|Definition=μονόκλωνον, [[with a single stem]], Dsc. 4.5, dub. l. in [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 9.18.8, cf. ''PMag.Par.''1.808:—also [[μονόκλων]], ib. 2689.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[μονόκλωνος]], -ον)<br />(για φυτά) αυτός που έχει έναν μόνο κλώνο<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για νήματα) αυτός που αποτελείται από μία μόνο [[κλωστή]]<br /><b>2.</b> <b>βιολ.</b> αυτός που ανήκει στον ίδιο κυτταρικό κλώνο<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «μονόκλωνη ανοσοσφαιρίνη» — ανοσοσφαιρίνη η οποία εμφανίζεται σε ένα ομοιογενές [[έπαρμα]] [[κατά]] την [[ηλεκτροφόρηση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[κλῶνος]]].
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[μονόκλωνος]], -ον)<br />(για φυτά) αυτός που έχει έναν μόνο κλώνο<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για νήματα) αυτός που αποτελείται από μία μόνο [[κλωστή]]<br /><b>2.</b> <b>βιολ.</b> αυτός που ανήκει στον ίδιο κυτταρικό κλώνο<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «μονόκλωνη ανοσοσφαιρίνη» — ανοσοσφαιρίνη η οποία εμφανίζεται σε ένα ομοιογενές [[έπαρμα]] [[κατά]] την [[ηλεκτροφόρηση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[κλῶνος]]].
}}
{{elmes
|esmgtx=-ον graf. tb. μονόκλων [[de un solo tallo]] σκευὴ μέλανος ... ἀρτεμισία μ., κατανάγκη <b class="b3">preparación de la tinta: artemisa de un solo tallo, arveja</b> P IV 3200 ἔστιν δὲ καὶ τοῦ μελανίου ἡ σκευή· ... στροβίλια ἄβροχα ζʹ, ἀρτεμισίας μονοκλώνου καρδίας ζʹ <b class="b3">esta es la preparación de la tinta: siete piñones secos, siete médulas de artemisa de un solo tallo</b> P I 245 προσβάλλεις δὲ τῷ ζμυρνομέλανι ἀρτεμισίας μονοκλώνου <b class="b3">le añades a la tinta de mirra artemisa de un solo tallo</b> P IV 2237 ἐπίθυμα ἀναγκαστικόν· ... ἔστι δὲ ... ἀρτεμισία μονόκλων, ᾐρμένη ἀνατολῇ, κυνὸς οὐσία <b class="b3">ofrenda coactiva: consiste en artemisa de un solo tallo, cogida al amanecer, entidad de un perro</b> P IV 2688 ἔχων ἐν τῇ δεξιᾷ ἀρτεμισίαν μονόκλωνον, ... δίωκε τοὺς λόγους <b class="b3">con artemisa de un solo tallo en la mano recita las fórmulas</b> P III 703
}}
}}