μεταβάπτω: Difference between revisions

m
LSJ1 replacement
(Bailly1_3)
m (LSJ1 replacement)
 
(12 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=metavapto
|Transliteration C=metavapto
|Beta Code=metaba/ptw
|Beta Code=metaba/ptw
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">change by dipping</b>, <span class="bibl">Luc.<span class="title">Am.</span>40</span>: metaph., <b class="b3">αὐτοὺς μ. ἡ φιλοσοφία</b> Id.<b class="b2">Bis Acc</b>.<span class="bibl">8</span>:—Pass., <b class="b2">change one's complexion</b>, <span class="bibl">Id.<span class="title">Anach.</span> 33</span>.</span>
|Definition=[[change by dipping]], Luc.''Am.''40: metaph., <b class="b3">αὐτοὺς μ. ἡ φιλοσοφία</b> Id.Bis Acc.8:—Pass., [[change one's complexion]], Id.''Anach.'' 33.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0144.png Seite 144]] umfärben, anders färben, Sp., wie Luc. bis accus. 8, μεταβαφέντες ὑπὸ τοῦ δέους Gymnas. 33; von der eisernen Münze der Spartaner, ὄξει μεταβαπτόμενον ἐκ [[πυρός]], durch Eintauchen in Essig verändert, Plut. Lys. 17.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0144.png Seite 144]] umfärben, anders färben, Sp., wie Luc. bis accus. 8, μεταβαφέντες ὑπὸ τοῦ δέους Gymnas. 33; von der eisernen Münze der Spartaner, ὄξει μεταβαπτόμενον ἐκ [[πυρός]], durch Eintauchen in Essig verändert, Plut. Lys. 17.
}}
{{bailly
|btext=teindre en une autre couleur ; <i>Pass.</i> changer de couleur.<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[βάπτω]].
}}
{{elru
|elrutext='''μεταβάπτω:''' (путем погружения) окрашивать в иной цвет, перекрашивать (ὄξει μεταβαπτόμενον [[νόμισμα]] Plut.; [[ἱκανῶς]] μεταβεβάφθαι Luc.): ὑπὸ τοῦ δέους μεταβαφείς Luc. изменившись от страха в лице.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μεταβάπτω''': μέλλ. -ψω, δίδω διὰ βαφῆς [[ἄλλο]] [[χρῶμα]], τοὺς πλοκάμους... ξανθῷ μεταβάπτουσιν ἄνθει Λουκ. Ἔρωτες 40· ἔτι γὰρ αὐτοὺς μετέβαπτεν ἡ [[φιλοσοφία]] παραλαβοῦσα ὁ αὐτ. ἐν Δὶς Κατηγ. 8· ― ἐν τῷ παθ., χρῆσθαι τῷ πατρίῳ νομίσματι· τοῦτο δ’ ἦν σιδηροῦν, πρῶτον μὲν ὄξει μεταβαπτόμενον ἐκ [[πυρός]], ἐμβαπτόμενον εἰς [[ὄξος]], Πλουτ. Λύσ. 17· μεταφορ., [[ἀλλάσσω]] τὸ [[χρῶμα]] μου, ὠχροὶ ἅπαντες, ὑπὸ δέους μεταβαφέντες Λουκ. Ἀνάχ. 33.
|lstext='''μεταβάπτω''': μέλλ. -ψω, δίδω διὰ βαφῆς [[ἄλλο]] [[χρῶμα]], τοὺς πλοκάμους... ξανθῷ μεταβάπτουσιν ἄνθει Λουκ. Ἔρωτες 40· ἔτι γὰρ αὐτοὺς μετέβαπτεν ἡ [[φιλοσοφία]] παραλαβοῦσα ὁ αὐτ. ἐν Δὶς Κατηγ. 8· ― ἐν τῷ παθ., χρῆσθαι τῷ πατρίῳ νομίσματι· τοῦτο δ’ ἦν σιδηροῦν, πρῶτον μὲν ὄξει μεταβαπτόμενον ἐκ [[πυρός]], ἐμβαπτόμενον εἰς [[ὄξος]], Πλουτ. Λύσ. 17· μεταφορ., [[ἀλλάσσω]] τὸ [[χρῶμα]] μου, ὠχροὶ ἅπαντες, ὑπὸ δέους μεταβαφέντες Λουκ. Ἀνάχ. 33.
}}
}}
{{bailly
{{grml
|btext=teindre en une autre couleur ; <i>Pass.</i> changer de couleur.<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[βάπτω]].
|mltxt=και [[μεταβάφω]] και ματαβάφω (Α [[μεταβάπτω]])<br />[[δίνω]] σε [[κάτι]] [[άλλο]] [[χρώμα]] με [[βαφή]], [[μεταβάλλω]] τον χρωματισμό κάποιου («αἱ μέν... φαρμάκοις ἐρυθραίνειν δυναμένοις... τοὺς πλοκάμους... ξανθῷ μεταβάπτουσιν ἄνθει», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(στον τ. <i>ματαβάφω</i>) [[βάφω]] για δεύτερη [[φορά]], ξαναβάφω.
}}
{{lsm
|lsmtext='''μεταβάπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[αλλάζω]] το [[χρώμα]] κάποιου αντικειμένου με [[νέα]] [[βαφή]], σε Πλούτ., Λουκ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. ψω<br />to [[change]] by dipping, Plut., Luc.
}}
}}