3,255,239
edits
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=smiktikos | |Transliteration C=smiktikos | ||
|Beta Code=smhktiko/s | |Beta Code=smhktiko/s | ||
|Definition= | |Definition=σμηκτική, σμηκτικόν, [[purgative]], of medicines, Diphil.Med. ap. Ath.2.55b, 64b; [[detersive]], ὀδόντων σ. δύναμις Dsc.2.4, cf. Luc.''Am.''39. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0910.png Seite 910]] zum Reiben, Abwischen, Reinigen gehörig. geschickt, Diosc. u. a. Sp., wie Luc. amor. 39. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0910.png Seite 910]] zum Reiben, Abwischen, Reinigen gehörig. geschickt, Diosc. u. a. Sp., wie Luc. amor. 39. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=σμηκτικός -ή -όν [σμήχω] [[reinigend]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σμηκτικός:''' [[служащий для чистки]] (ὀδόντων σμηκτικαὶ δυνάμεις Luc.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 18: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό / [[σμηκτικός]], -ή, -όν, ΝΑ [[σμήκτης]]<br /><b>1.</b> ο [[σχετικός]] με το [[σμήγμα]] ή με τη [[σμήξη]]<br /><b>2.</b> ([[κυρίως]] για φάρμακα) αυτός που έχει καθαρτική [[δύναμη]] («ἔτι δὲ σμηκτικοὶ [οἱ βολβοί] καὶ ἀμβλυντικοὶ ὄψεως», <b>Αθήν.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «σμηκτική [[κατάσταση]]»<br /><b>φυσ.-χημ.</b> μεσόμορφη [[κατάσταση]] της ύλης, που βρίσκεται πλησιέστερα [[προς]] τη [[στερεά]] κρυσταλλική [[κατάσταση]] [[παρά]] [[προς]] την υγρά και στην οποία τα μόρια [[είναι]] διατεταγμένα σε παράλληλα και ισαπέχοντα [[μεταξύ]] τους επίπεδα<br />β) «σμηκτικό [[σώμα]]»<br /><b>φυσ.</b> [[σώμα]] που παρουσιάζει σμηκτική [[κατάσταση]]<br />γ) «σμηκτικό επίπεδο» — επίπεδο που σχετίζεται με την ύπαρξη σμηκτικής κατάστασης. | |mltxt=-ή, -ό / [[σμηκτικός]], -ή, -όν, ΝΑ [[σμήκτης]]<br /><b>1.</b> ο [[σχετικός]] με το [[σμήγμα]] ή με τη [[σμήξη]]<br /><b>2.</b> ([[κυρίως]] για φάρμακα) αυτός που έχει καθαρτική [[δύναμη]] («ἔτι δὲ σμηκτικοὶ [οἱ βολβοί] καὶ ἀμβλυντικοὶ ὄψεως», <b>Αθήν.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «σμηκτική [[κατάσταση]]»<br /><b>φυσ.-χημ.</b> μεσόμορφη [[κατάσταση]] της ύλης, που βρίσκεται πλησιέστερα [[προς]] τη [[στερεά]] κρυσταλλική [[κατάσταση]] [[παρά]] [[προς]] την υγρά και στην οποία τα μόρια [[είναι]] διατεταγμένα σε παράλληλα και ισαπέχοντα [[μεταξύ]] τους επίπεδα<br />β) «σμηκτικό [[σώμα]]»<br /><b>φυσ.</b> [[σώμα]] που παρουσιάζει σμηκτική [[κατάσταση]]<br />γ) «σμηκτικό επίπεδο» — επίπεδο που σχετίζεται με την ύπαρξη σμηκτικής κατάστασης. | ||
}} | }} |