περιβραχιόνιος: Difference between revisions

m
LSJ1 replacement
(9)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(20 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=perivrachionios
|Transliteration C=perivrachionios
|Beta Code=peribraxio/nios
|Beta Code=peribraxio/nios
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">round</b> or <b class="b2">on the arm</b>, φόρημα <span class="bibl">Plu.<span class="title">Dem.</span>30</span> : Subst. <b class="b3">περιβραχιόνιον, τό</b>, <b class="b2">armlet</b>, <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span>6.4.2</span>, <span class="bibl">D.H.10.37</span>.</span>
|Definition=περιβραχιόνιον, [[round]] or [[on the arm]], φόρημα Plu.''Dem.''30: Subst. [[περιβραχιόνιον]], τό, [[armlet]], [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]''6.4.2, D.H.10.37.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0571.png Seite 571]] um den Arm gehend, [[φόρημα]], Plut. Dem. 30.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui entoure le bras ; τὸ περιβραχιόνιον, bracelet.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[βραχίων]].<br /><i><b>Syn.</b></i> [[ἀμφιδέαι]], [[βραχιονιστήρ]], [[κρίκος]], [[περίχειρον]], [[σφιγγίον]], [[ψέλιον]].
}}
{{elnl
|elnltext=περιβραχιόνιος -ον &#91;[[περί]], [[βραχίων]]] om de arm zittend; subst. τὸ περιβραχιόνιον armband.
}}
{{elru
|elrutext='''περιβρᾰχῑόνιος:''' [[надеваемый на руку]]: [[φόρημα]] [[περιβραχιόνιον]] Plut. браслет.
}}
{{grml
|mltxt=-α, -ο / [[περιβραχιόνιος]], -ιον [[περιβραχίων]], -<i>ονος]]<br />ΝΑ<br />αυτός που τίθεται ή φοριέται [[γύρω]] από τον βραχίονα<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[περιβραχιόνιο]]<br /><b>1.</b> [[κόσμημα]] που φοριέται [[γύρω]] από τον βραχίονα, ψέλι, [[βραχιόλι]]<br /><b>2.</b> [[λουρίδα]] υφάσματος [[γύρω]] από το [[μπράτσο]], χρώματος μαύρου όταν φοριέται σε [[ένδειξη]] πένθους, ή άλλου χρώματος ή πολύχρωμη όταν φοριέται ως [[ένδειξη]] της ανάληψης προσωρινής υπηρεσίας ή αξιώματος, αλλ. [[βραχιονιστήρας]] («ο [[αρχηγός]] της ποδοσφαιρικής ομάδας φορούσε κίτρινο [[περιβραχιόνιο]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> [[είδος]] αμυντικού οπλισμού, [[μέρος]] της πανοπλίας που κάλυπτε και προστάτευε τον βραχίονα, χρησιμοποιούμενο [[κυρίως]] από τους Πέρσες, αργότερα δε και από τους Ρωμαίους.
}}
{{lsm
|lsmtext='''περιβρᾰχῑόνιος:''' -α, -ον ([[βραχίων]]), αυτός που βρίσκεται γύρω ή πάνω στο [[χέρι]], σε Πλούτ.· [[περιβραχιόνιον]] τό, [[περιβραχιόνιο]] ή [[μέρος]] οπλισμού για το [[χέρι]], σε Ξεν.
}}
{{ls
|lstext='''περιβρᾰχῑόνιος''': -α, -ον, ὁ περὶ τὸν βραχίονα ἢ ἐπ’ [[αὐτοῦ]], [[φόρημα]] περιβραχιόνιον Πλουτ. Δημοσθ. 30· ― περιβραχιόνιον, τό, «[[βραχιόλιον]]» ἢ [[ὁπλισμός]] τις πρὸς φύλαξιν τοῦ βραχίονος, Ξεν. Κύρ. 6. 1, 51 καὶ 4. 2, Διον. Ἁλ. 10. 37.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=περι-βρᾰχῑόνιος, η, ον [[βραχίων]]<br />[[round]] or on the arm, Plut.:— [[περιβραχιόνιον]], ου, an armlet or [[piece]] of [[armour]] for the arm, Xen.
}}
}}