φάλκης: Difference between revisions

2,698 bytes added ,  25 August 2023
m
LSJ1 replacement
(13_4)
m (LSJ1 replacement)
 
(11 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=falkis
|Transliteration C=falkis
|Beta Code=fa/lkhs
|Beta Code=fa/lkhs
|Definition=ου, ὁ, part of a ship, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">rib</b>, acc. to <span class="bibl">Poll.1.85</span>,<span class="bibl">86</span> <b class="b3">τὸ τῇ στείρᾳ προσηλούμενον</b>. (Cf. <b class="b3">ἐμφαλκόομαι</b>.) </span>
|Definition=φάλκου, ὁ, part of a ship, [[rib]], acc. to Poll.1.85,86 <b class="b3">τὸ τῇ στείρᾳ προσηλούμενον</b>. (Cf. [[ἐμφαλκόομαι]].)  
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1253.png Seite 1253]] ὁ, auch φάλκις u. [[φόλκις]], ὁ, ein Stück am Schiffe, nach Poll. 1, 85. 86 u. a. VLL. τὸ τῇ στείρᾳ προσηλούμενον, Planken, Balken, wahrscheinlich = [[φάλαγξ]]; vgl. Buttm. Lexil. I p. 246.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1253.png Seite 1253]] ὁ, auch φάλκις u. [[φόλκις]], ὁ, ein Stück am Schiffe, nach Poll. 1, 85. 86 u. a. VLL. τὸ τῇ στείρᾳ προσηλούμενον, Planken, Balken, wahrscheinlich = [[φάλαγξ]]; vgl. Buttm. Lexil. I p. 246.
}}
{{ls
|lstext='''φάλκης''': -ου, ὁ, κεκαμμένον [[ξύλον]] ἐκ τῶν πρὸς ναυπηγίαν χρησίμων, [[πλευρά]], κατὰ τὸν Πολυδ., τὸ τῇ στείρᾳ προσηλούμενον, τούτου δὲ τὸ ἐσωτερικὸν [[μέρος]] ἐκαλεῖτο ἐφολκὶς ἢ [[ῥινωτηρία]].<br />(Πρβλ. ἐμφαλκόω, φόλκος· Λατ. falx, καὶ [[ἴσως]] falcio, falco· τὸ Ἀρχ. Γερμ. balco (balk) ἔπρεπε κατὰ τὸν κανόνα νὰ ἦτο balbo ἢ balgo).
}}
{{grml
|mltxt=ο, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ναυτ.</b> το [[σύνολο]] τών τεμαχίων τα οποία ενώνονται [[μεταξύ]] τους και [[μαζί]] με την [[στείρα]] σχηματίζουν το προεξέχον [[τμήμα]] της πλώρης τών ιστιοφόρων σκαφών και μερικών ατμοπλοίων το οποίο σχίζει το [[νερό]] [[κατά]] τον πλου, κν. [[ταλιαμάς]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>ναυτ.</b> [[ξύλο]] καρφωμένο στην [[τρόπιδα]] του πλοίου<br /><b>2.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>ό Φάλκης</i><br />Ηρακλείδης, [[βασιλιάς]] της Σπάρτης, [[γιος]] του Τημένου, [[αδελφός]] της Υρνηθούς, του Κείσου, του Κερύνη και του Αργαίου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τεχνικός όρος αβέβαιης ετυμολ. Έχουν προταθεί οι συνδέσεις του τ. με την λ. [[φάλαγξ]] ή με τα λατ. <i>falx</i> «[[δρεπάνι]]» και <i>flecto</i> «[[κάμπτω]], [[λυγίζω]]»].
}}
{{FriskDe
|ftr='''φάλκης''': {phálkēs}<br />'''Grammar''': m.<br />'''Meaning''': Ben. eines Schiffsteils, nach Poll. 1, 85 f. = τὸ τῇ σπείρᾳ προσηλούμενον, ἀφ’ οὗ ἡ δευτέρα [[τρόπις]], gewöhnlich als [[Balken]], [[Planke]], [[Schiffsrippe]] erklärt.<br />'''Etymology''': Technisches Wort, wegen der nicht näher feststellbaren Bed. ohne sichere Etymologie. Für Verbindung mit [[φάλαγξ]] Prellwitz [[sub verbo|s.v.]] (zustimmend u.a. WP. 2, 181 und W.-Hofmann s. ''fulciō''); nach anderen (Curtius, Brugmann; s. Bq) zu lat. ''falx'', ''flectō''. Zum letzteren vielleicht [[ἐμφαλκωμένοις]]· περιπεπλεγμένοις Suid. —Unklar bleibt auch [[φάλκη]]· ὁ τῆς [[κόμης]] [[αὐχμός]], ἢ [[νυκτερίς]] H. In der ersten Bed. zu [[πάλκος]] (Schmidt ad loc.; s. [[πηλός]]) ? Zu den verschiedenen Namen der Fledermaus Schwentner KZ 71, 95f.<br />'''Page''' 2,986-987
}}
}}