βάκτρευμα: Difference between revisions

m
LSJ1 replacement
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (LSJ1 replacement)
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=vaktrevma
|Transliteration C=vaktrevma
|Beta Code=ba/ktreuma
|Beta Code=ba/ktreuma
|Definition=ατος, τό, [[a staff]], <b class="b3">βακτρεύμασι τυφλοῦ ποδός</b> [[by support lent to]]... <span class="bibl">E.<span class="title">Ph.</span>1539</span> (lyr.).
|Definition=-ατος, τό, a [[staff]], <b class="b3">βακτρεύμασι τυφλοῦ ποδός</b> [[by support lent to]]... E.''Ph.''1539 (lyr.).
}}
}}
{{DGE
{{DGE
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />bâton, soutien, support.<br />'''Étymologie:''' [[βακτρεύω]].
|btext=ατος (τό) :<br />[[bâton]], [[soutien]], [[support]].<br />'''Étymologie:''' [[βακτρεύω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''βάκτρευμα''': τό, [[βακτηρία]], [[ὑποστήριγμα]], βακτρεύμασι τυφλοῦ ποδός, δι’ ὑποστηρίξεως παρεχομένης εἰς..., Εὐρ. Φοιν. 1539, πρβλ. 1719.
|elnltext=[[βάκτρευμα]] -ατος, τό [[βακτρεύω]] [[stut]], [[steun]].
}}
{{elru
|elrutext='''βάκτρευμα:''' ατος τό Eur. = [[βακτηρία]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''βάκτρευμα:''' -ατος, τό, [[ράβδος]], [[βακτηρία]], [[υποστήριγμα]]· <i>βακτρεύματα ποδός</i>, [[υποστήριγμα]] τοποθετούμενο στο [[πόδι]] κάποιου, σε Ευρ.
|lsmtext='''βάκτρευμα:''' -ατος, τό, [[ράβδος]], [[βακτηρία]], [[υποστήριγμα]]· <i>βακτρεύματα ποδός</i>, [[υποστήριγμα]] τοποθετούμενο στο [[πόδι]] κάποιου, σε Ευρ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''βάκτρευμα:''' ατος τό Eur. = [[βακτηρία]].
|lstext='''βάκτρευμα''': τό, [[βακτηρία]], [[ὑποστήριγμα]], βακτρεύμασι τυφλοῦ ποδός, δι’ ὑποστηρίξεως παρεχομένης εἰς..., Εὐρ. Φοιν. 1539, πρβλ. 1719.
}}
{{elnl
|elnltext=[[βάκτρευμα]] -ατος, τό [[βακτρεύω]] stut, steun.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[from [[βακτρεύω]]<br />a [[staff]], βακτρεύματα ποδός [[support]] lent to one's [[foot]], Eur.
|mdlsjtxt=[from [[βακτρεύω]]<br />a [[staff]], βακτρεύματα ποδός [[support]] lent to one's [[foot]], Eur.
}}
}}