φαικάς: Difference between revisions

m
LSJ1 replacement
(6_4)
m (LSJ1 replacement)
 
(15 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=faikas
|Transliteration C=faikas
|Beta Code=faika/s
|Beta Code=faika/s
|Definition=άδος, ἡ, a kind of <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">shoe</b>, worn by Athenian gymnasiarchs, Egyptian priests, and others, <span class="title">AP</span>6.254 (Myrin.).</span>
|Definition=φαικάδος, ἡ, a kind of [[shoe]], worn by Athenian gymnasiarchs, Egyptian priests, and others, ''AP''6.254 (Myrin.).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1250.png Seite 1250]] άδος, ἡ, eine Art weißer Schuhe der athen. Gymnasiarchen uno der ägyptischen Priester, vgl. Myrin. 2 (VI, 254).
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1250.png Seite 1250]] άδος, ἡ, eine Art weißer Schuhe der athen. Gymnasiarchen uno der ägyptischen Priester, vgl. Myrin. 2 (VI, 254).
}}
{{bailly
|btext=άδος (ἡ) :<br />[[chaussure blanche des gymnasiarques athéniens et des prêtres égyptiens]].<br />'''Étymologie:''' cf. [[φαικός]].
}}
{{elru
|elrutext='''φαικάς:''' άδος ἡ [[фекада]] (белый башмак афинских гимнасиархов и египетских жрецов) Anth.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''φαικάς''': -άδος, ἡ, λευκὸν [[ὑπόδημα]], [[ὅπερ]] ἐφόρουν οἱ ἐν Ἀθήναις γυμνασίαρχοι καὶ οἱ ἐν Αἰγύπτῳ ἱερεῖς, Ἀνθ. Π. 254· ― ὑπάρχει καὶ ὑποκοριστ. φαικάσιον, τό, παρ’ Ἀππ. Ἐμφυλ. 5. 11, Πλούτ. Ἀντών. 33· [[ὡσαύτως]] «ὑποδήματος [[εἶδος]] γεωργικοῦ» Ἡσύχ.· «μέμνηται δὲ καὶ φαικασίου ἐν τῷ Ἑρμῇ Ἐρατοσθένης· [[πέλμα]] ποτιρράπτεσκεν ἐλαφροῦ φαικασίοιο» [[Πολυδ]]. Ζ΄, 90, Κλήμ. Ἀλεξ. 241, κλπ.
|lstext='''φαικάς''': -άδος, ἡ, λευκὸν [[ὑπόδημα]], [[ὅπερ]] ἐφόρουν οἱ ἐν Ἀθήναις γυμνασίαρχοι καὶ οἱ ἐν Αἰγύπτῳ ἱερεῖς, Ἀνθ. Π. 254· ― ὑπάρχει καὶ ὑποκοριστ. φαικάσιον, τό, παρ’ Ἀππ. Ἐμφυλ. 5. 11, Πλούτ. Ἀντών. 33· [[ὡσαύτως]] «ὑποδήματος [[εἶδος]] γεωργικοῦ» Ἡσύχ.· «μέμνηται δὲ καὶ φαικασίου ἐν τῷ Ἑρμῇ Ἐρατοσθένης· [[πέλμα]] ποτιρράπτεσκεν ἐλαφροῦ φαικασίοιο» Πολυδ. Ζ΄, 90, Κλήμ. Ἀλεξ. 241, κλπ.
}}
{{grml
|mltxt=-[[άδος]], ἡ, Α<br />[[είδος]] [[λευκών]] ελαφρών [[υποδημάτων]] που φορούσαν οι Αθηναίοι γυμνασιάρχες και οι Αιγύπτιοι ιερείς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φαικός]] «[[λαμπρός]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άς</i>, -[[άδος]] ([[πρβλ]]. [[λευκάς]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''φαικάς:''' -[[άδος]], ἡ, [[λευκό]] [[παπούτσι]], σε Ανθ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[φαικάς]], άδος,<br />a [[white]] [[shoe]], Anth.
}}
}}