ἐρημικός: Difference between revisions

m
LSJ1 replacement
(6_10)
m (LSJ1 replacement)
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=erimikos
|Transliteration C=erimikos
|Beta Code=e)rhmiko/s
|Beta Code=e)rhmiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">of</b> or <b class="b2">for solitude, living in a desert</b>, <span class="bibl">LXX <span class="title">Ps.</span>101(102).7</span>.</span>
|Definition=ἐρημική, ἐρημικόν, [[of solitude]] or [[for solitude]], [[living in a desert]], [[LXX]] ''Ps.''101(102).7.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐρημικός''': -ή, -όν, ἀνήκων ἢ [[κατάλληλος]] εἰς ἐρημίαν, ζῶν ἐν τῇ ἐρήμῳ, Ἑβδ. (Ψαλμ. ΡΑ΄, 7. - ἐρημικὸς [[βίος]], ὁ [[βίος]] ἐρημίτου, Γρηγ. Ναζ. Ι. 1104Λ, κλ.)
|lstext='''ἐρημικός''': -ή, -όν, ἀνήκων ἢ [[κατάλληλος]] εἰς ἐρημίαν, ζῶν ἐν τῇ ἐρήμῳ, Ἑβδ. (Ψαλμ. ΡΑ΄, 7. - ἐρημικὸς [[βίος]], ὁ [[βίος]] ἐρημίτου, Γρηγ. Ναζ. Ι. 1104Λ, κλ.)
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἐρημικός]], -ή, -όν) [[έρημος]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει, που αναφέρεται στην [[ερημιά]], [[απάτητος]], [[έρημος]], [[απόκεντρος]], [[ασύχναστος]]<br /><b>2.</b> αυτός που ζει στην [[ερημιά]], [[εκεί]] που δεν συχνάζει [[άνθρωπος]], αυτός που βρίσκεται στην έρημο, [[μονήρης]], [[μοναχικός]], [[ασυντρόφευτος]]<br /><b>αρχ.</b><br />(το ουδ. ως ουσ. ως [[τοπωνύμιο]]) τὰ [[Ἐρημικά]] («ἐξήγαγέ μέ ἔξω τῆς πόλεως εἰς τὰ λεγόμενα [[Ἐρημικά]]» — με έβγαλε έξω από την [[πόλη]], στην [[περιοχή]] που λέγεται Ερημικά, Παλλάδ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[ἐρημικός]] [[βίος]]» — ο [[βίος]] του ερημίτη. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ερημικώς</i> και -<i>ά</i>. απομακρυσμένα, απομονωμένα, μοναχικά, στην έρημο.
}}
}}