μυριστικός: Difference between revisions

m
LSJ1 replacement
(b)
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=myristikos
|Transliteration C=myristikos
|Beta Code=muristiko/s
|Beta Code=muristiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">fragrant</b>, κάρυον <span class="bibl">Aët.1.131</span>: <b class="b3">μυριστικά, τά</b>, <span class="title">Cat.Cod.Astr.</span>5(3).89.</span>
|Definition=μυριστική, μυριστικόν, [[fragrant]], κάρυον Aët.1.131: [[μυριστικά]], τά, ''Cat.Cod.Astr.''5(3).89.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0220.png Seite 220]] zum Salben gehörig, geschickt (?).
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0220.png Seite 220]] zum Salben gehörig, geschickt (?).
}}
{{ls
|lstext='''μῠριστικός''': -ή, -όν, ὁ πρὸς τὸ μυρίσαι [[ἁρμόδιος]], [[εὐώδης]], Ἀέτ. 1, σ. 9b, 39.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ὁ (ΑΜ [[μυριστικός]], -ή, -όν, Μ ουδ. και μεριστικόν) [[μυρίζω]]<br /><b>1.</b> αυτός που αναδίδει [[μύρο]], [[άρωμα]], [[αρωματικός]], ευωδιαστός, [[μυρωδάτος]] («καλείς εις το μυριστικό [[πανηγύρι]]», <b>Σολωμ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα μυριστικά</i><br />αρωματώδη φυτικά προϊόντα, μπαχαρικά, καρυκεύματα, μυρωδικά<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «μυριστικό οξύ»<br /><b>χημ.</b> [[ονομασία]] ενός μονοκαρβονικού λιπαρού οξέος, στερεού αδιάλυτου στο [[νερό]], διαλυτού στον αιθέρα και στην [[αλκοόλη]], που απαντά στο μουσκάτιο [[βούτυρο]] με τη [[μορφή]] γλυκεριδίου, στο κήτειο [[σπέρμα]] <b>κ.α.</b><br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ μυριστικόν</i><br />α) αρωματικό [[φυτό]]<br />β) αρωματική [[ουσία]], μυρωδικό<br />γ) [[μύρο]]<br />δ) (<b>κατ' επέκτ.</b>) ευωδιά.
}}
}}