3,274,313
edits
(b) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=myristikos | |Transliteration C=myristikos | ||
|Beta Code=muristiko/s | |Beta Code=muristiko/s | ||
|Definition= | |Definition=μυριστική, μυριστικόν, [[fragrant]], κάρυον Aët.1.131: [[μυριστικά]], τά, ''Cat.Cod.Astr.''5(3).89. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0220.png Seite 220]] zum Salben gehörig, geschickt (?). | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0220.png Seite 220]] zum Salben gehörig, geschickt (?). | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''μῠριστικός''': -ή, -όν, ὁ πρὸς τὸ μυρίσαι [[ἁρμόδιος]], [[εὐώδης]], Ἀέτ. 1, σ. 9b, 39. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ὁ (ΑΜ [[μυριστικός]], -ή, -όν, Μ ουδ. και μεριστικόν) [[μυρίζω]]<br /><b>1.</b> αυτός που αναδίδει [[μύρο]], [[άρωμα]], [[αρωματικός]], ευωδιαστός, [[μυρωδάτος]] («καλείς εις το μυριστικό [[πανηγύρι]]», <b>Σολωμ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα μυριστικά</i><br />αρωματώδη φυτικά προϊόντα, μπαχαρικά, καρυκεύματα, μυρωδικά<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «μυριστικό οξύ»<br /><b>χημ.</b> [[ονομασία]] ενός μονοκαρβονικού λιπαρού οξέος, στερεού αδιάλυτου στο [[νερό]], διαλυτού στον αιθέρα και στην [[αλκοόλη]], που απαντά στο μουσκάτιο [[βούτυρο]] με τη [[μορφή]] γλυκεριδίου, στο κήτειο [[σπέρμα]] <b>κ.α.</b><br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ μυριστικόν</i><br />α) αρωματικό [[φυτό]]<br />β) αρωματική [[ουσία]], μυρωδικό<br />γ) [[μύρο]]<br />δ) (<b>κατ' επέκτ.</b>) ευωδιά. | |||
}} | }} |