φρακτός: Difference between revisions

m
LSJ1 replacement
(13)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=fraktos
|Transliteration C=fraktos
|Beta Code=frakto/s
|Beta Code=frakto/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">fenced, protected</b>, φολίδεσσι <span class="bibl">Opp.<span class="title">H.</span>1.641</span>; cf. <b class="b3">φαρκτός</b>.</span>
|Definition=φρακτή, φρακτόν, [[fenced]], [[protected]], φολίδεσσι Opp.''H.''1.641; cf. [[φαρκτός]].
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1303.png Seite 1303]] adj. verb. von [[φράσσω]], eingeschlossen, umzäunt, geschützt, gepanzert, befestigt, Sp.
}}
{{ls
|lstext='''φρακτός''': -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθ., πεφραγμένος, τεθωρακισμένος, σκεπασμένος, ὅσσα φῦλα ἢ λεπίσιν πυκινῇσι καλύπτεται, ἢ φολίδεσσι φρακτὰ Ὀππ. Ἁλ. 1. 641.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[φρακτός]], -ή, -όν, ΝΜΑ, και [[φραχτός]] Ν, και [[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b> [[φαρκτός]] Α<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> κλεισμένος με [[φράγμα]], περιφραγμένος<br /><b>2.</b> αυτός που μπορεί να περιφραχθεί<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <b>βλ.</b> [[φρακτή]]<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το φρακτό</i><br />περιφραγμένο [[κτήμα]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />καλυμμένος, σκεπασμένος («[[ὅσσα]] φῡλα ἤ λεπίσιν πυκινῇσι καλύπτεται ἤ φολίδεσι φρακτά», Οππ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. [[φρακ]]- του ρ. [[φράζω]] (ΙΙ) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τός</i> τών ρηματ. επιθ. Ο νεοελλ. τ. [[φραχτός]] <span style="color: red;"><</span> [[φρακτός]], με ανομοιωτική [[τροπή]] του πρώτου κλειστού συμφώνου στο αντίστοιχο διαρκές (<b>πρβλ.</b> <i>γραφτός</i> <span style="color: red;"><</span> [[γραπτός]])].
}}
}}