ναρθηκία: Difference between revisions

m
LSJ1 replacement
(6_10)
m (LSJ1 replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=narthikia
|Transliteration C=narthikia
|Beta Code=narqhki/a
|Beta Code=narqhki/a
|Definition=ἡ, a plant allied to <b class="b3">νάρθηξ</b>, <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>6.1.4</span>, <span class="bibl">6.2.7</span>.
|Definition=ἡ, a plant allied to [[νάρθηξ]], [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 6.1.4, 6.2.7.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ναρθηκία''': ἡ, μικρὸν καὶ χαμηλὸν [[εἶδος]] νάρθηκος, ferulago, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 2, 7.
|lstext='''ναρθηκία''': ἡ, μικρὸν καὶ χαμηλὸν [[εἶδος]] νάρθηκος, ferulago, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 2, 7.
}}
{{grml
|mltxt=η (ΑΜ [[ναρθηκία]]) [[νάρθηξ]]<br />[[είδος]] φυτού συγγενούς με τον νάρθηκα το οποίο [[κατά]] την [[αρχαιότητα]] χρησιμοποιούνταν στην ιατρική για [[ακινητοποίηση]] μελών που υπέστησαν [[θλάση]].
}}
}}