ἀναπλήρωμα: Difference between revisions

m
LSJ1 replacement
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (LSJ1 replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=anapliroma
|Transliteration C=anapliroma
|Beta Code=a)naplh/rwma
|Beta Code=a)naplh/rwma
|Definition=ατος, τό, [[filling]], <span class="bibl">Id.<span class="title">Mir.</span>833b4</span>; ἐρημίας <span class="bibl">Phalar.<span class="title">Ep.</span>98</span>; λόγων <span class="bibl">Ph.2.166</span>.
|Definition=-ατος, τό, [[filling]], Id.''Mir.''833b4; ἐρημίας Phalar.''Ep.''98; λόγων Ph.2.166.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ματος, τό<br />[[relleno]], [[suplemento]] ἐν τοῖς ἐξορυσσομένοις τόποις τῆς γῆς πάλιν ἀναπληρώματα γίγνεσθαι Arist.<i>Mir</i>.833<sup>b</sup>4<br /><b class="num">•</b>c. gen. ἐρημίας Phalar.<i>Ep</i>.98, λόγων Ph.2.166.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0202.png Seite 202]] τό, die Ausfüllung, Ergänzung, Supplement, Sp; Flicken, Phot. 493. 16.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0202.png Seite 202]] τό, die Ausfüllung, Ergänzung, Supplement, Sp; Flicken, Phot. 493. 16.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀναπλήρωμα:''' ατος τό восполнение, заполнение (τῆς γῆς ἐν τοῖς ἐξορυσσομένοις τόποις Arst.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀναπλήρωμα''': -ατος, τό, [[συμπλήρωμα]], Ἀριστ. π. Θαυμ. 44.
|lstext='''ἀναπλήρωμα''': -ατος, τό, [[συμπλήρωμα]], Ἀριστ. π. Θαυμ. 44.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ματος, τό<br />[[relleno]], [[suplemento]] ἐν τοῖς ἐξορυσσομένοις τόποις τῆς γῆς πάλιν ἀναπληρώματα γίγνεσθαι Arist.<i>Mir</i>.833<sup>b</sup>4<br /><b class="num">•</b>c. gen. ἐρημίας Phalar.<i>Ep</i>.98, λόγων Ph.2.166.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=το (Α [[ἀναπλήρωμα]])<br />η [[αναπλήρωση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτό που χρησιμεύει για [[αναπλήρωση]] άλλου πράγματος, που παρουσιάζει [[έλλειψη]] και [[είναι]] φθηνότερο από αυτό.
|mltxt=το (Α [[ἀναπλήρωμα]])<br />η [[αναπλήρωση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτό που χρησιμεύει για [[αναπλήρωση]] άλλου πράγματος, που παρουσιάζει [[έλλειψη]] και [[είναι]] φθηνότερο από αυτό.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀναπλήρωμα:''' ατος τό восполнение, заполнение (τῆς γῆς ἐν τοῖς ἐξορυσσομένοις τόποις Arst.).
}}
}}