3,277,114
edits
(6_11) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ypochoritikos | |Transliteration C=ypochoritikos | ||
|Beta Code=u(poxwrhtiko/s | |Beta Code=u(poxwrhtiko/s | ||
|Definition= | |Definition=ὑποχωρητική, ὑποχωρητικόν, [[relaxing]], [[evacuating]], Hp. ''Loc.Hom.''13, al. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑποχωρητικός''': -ή, -όν, ὁ ὑποχωρῶν, ὑπείκων, τὸ μὴ ἰταμὸν ἡμῶν… ἀλλ’ ὑποχωρητικόν τε καὶ μέτριον Γρηγ. Νύσ. τ. 1, σ. 466Α. | |lstext='''ὑποχωρητικός''': -ή, -όν, ὁ ὑποχωρῶν, ὑπείκων, τὸ μὴ ἰταμὸν ἡμῶν… ἀλλ’ ὑποχωρητικόν τε καὶ μέτριον Γρηγ. Νύσ. τ. 1, σ. 466Α. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό / [[ὑποχωρητικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[ὑποχωρῶ]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε [[υποχώρηση]]<br /><b>2.</b> [[συγκαταβατικός]], [[συμβιβαστικός]] («τὸ μὴ ἰταμὸν ἡμῶν... ἀλλ' ὑποχωρητικόν τε καὶ [[μέτριον]]», Γρηγ. Νύσσ.)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[υποχωρητικός]] [[σχηματισμός]]» — η [[παραγωγή]] μιας λέξης [[κατά]] τρόπο αντίστροφο από τον θεωρούμενο ως ιστορικά κανονικό, [[δηλαδή]] η [[παραγωγή]] ενός ουσιαστικού από [[ρήμα]] ή, σπανιότερα, ενός επιθέτου από [[επίρρημα]], όπως λ.χ. στην [[περίπτωση]] [[κατρακυλώ]] > [[κατρακύλα]] (<i>η</i>)<br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>υποχωρητικώς</i> και <i>υποχωρητικά</i> Ν<br />με [[υποχώρηση]] ή με υποχωρήσεις. | |||
}} | }} |