ἀναχωρητικός: Difference between revisions

m
LSJ1 replacement
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (LSJ1 replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=anachoritikos
|Transliteration C=anachoritikos
|Beta Code=a)naxwrhtiko/s
|Beta Code=a)naxwrhtiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> <b class="b2">disposed to retire;</b> τὸ ἀ. <span class="bibl">Arr.<span class="title">Epict.</span>2.1.10</span>.</span>
|Definition=ἀναχωρητική, ἀναχωρητικόν, disposed to retire; τὸ ἀ. Arr.''Epict.''2.1.10.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[eremítico]], <i>Apoph.Patr</i>.M.65.152A<br /><b class="num"></b>ref. a una tórtola [[habituado a vivir apartado]], [[solitario]] ὁ Φυσιολόγος ἔλεξε περὶ τῆς τρυγόνος ὅτι αὕτη μονόγαμός ἐστι καὶ ἀναχωρητικὴ πάνυ <i>Phys</i>.A 93.1.<br /><b class="num">2</b> subst. τὸ ἀ. [[acción de retraerse o echarse atrás]] Arr.<i>Epict</i>.2.1.10.<br /><b class="num">II</b> adv. -ῶς [[a modo de anacoreta]] Gr.Naz.M.37.172C.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀναχωρητικός''': -ή, -όν, διατεθειμένος νὰ ἀποχωρήσῃ, τὸ ἀναχωρητικὸν Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 1, 10.
|lstext='''ἀναχωρητικός''': -ή, -όν, διατεθειμένος νὰ ἀποχωρήσῃ, τὸ ἀναχωρητικὸν Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 1, 10.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[eremítico]], <i>Apoph.Patr</i>.M.65.152A<br /><b class="num">•</b>ref. a una tórtola [[habituado a vivir apartado]], [[solitario]] ὁ Φυσιολόγος ἔλεξε περὶ τῆς τρυγόνος ὅτι αὕτη μονόγαμός ἐστι καὶ ἀναχωρητικὴ πάνυ <i>Phys</i>.A 93.1.<br /><b class="num">2</b> subst. τὸ ἀ. [[acción de retraerse o echarse atrás]] Arr.<i>Epict</i>.2.1.10.<br /><b class="num">II</b> adv. -ῶς [[a modo de anacoreta]] Gr.Naz.M.37.172C.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -όν (AM [[ἀναχωρητικός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που αγαπάει την [[απομάκρυνση]] από την ομαδική ζωή<br /><b>2.</b> αυτός που ρέπει στην ασκητική ζωή<br /><b>3.</b> αυτός που αρμόζει στην ασκητική ζωή.
|mltxt=-ή, -όν (AM [[ἀναχωρητικός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που αγαπάει την [[απομάκρυνση]] από την ομαδική ζωή<br /><b>2.</b> αυτός που ρέπει στην ασκητική ζωή<br /><b>3.</b> αυτός που αρμόζει στην ασκητική ζωή.
}}
}}