ἐπιχύνω: Difference between revisions

m
LSJ1 replacement
(eksahir)
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=epichyno
|Transliteration C=epichyno
|Beta Code=e)pixu/nw
|Beta Code=e)pixu/nw
|Definition=late form for <b class="b3">ἐπιχέω</b>, Herm. ap. Stob.1.49.69, <span class="title">JHS</span>19.73 (Galatia), etc.
|Definition=late form for [[ἐπιχέω]], Herm. ap. Stob.1.49.69, ''JHS''19.73 (Galatia), etc.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 18: Line 18:
{{eles
{{eles
|esgtx=[[verter]]
|esgtx=[[verter]]
}}
{{grml
|mltxt=(AM [[ἐπιχέω]]<br />Μ και [[ἐπιχύνω]])<br />[[χύνω]] [[υγρό]] [[επάνω]] ή [[μέσα]] σε [[κάτι]] (α. «[[γάλα]] γυναικὸς θηλαζούσης τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ ἐπίχυσον»<br />«χερσὶ δ’ ἐφ’ [[ὕδωρ]] χευάντων» — [[αφού]] έριξαν [[νερό]] στα χέρια τους, <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αδειάζοντας [[ποτό]] [[γεμίζω]] το [[ποτήρι]]<br /><b>2.</b> [[ρίχνω]] άφθονα, [[διασπείρω]] («Τρῶες δ’ ἐπί δούρατ’ ἔχευαν [[ὀξέα]]»)<br /><b>3.</b> [[καλύπτω]] ρίχνοντας από [[πάνω]] («ἰχθῡς νάπυϊ ἐπικεχυμένους» — ψάρια σκεπασμένα με [[σινάπι]], <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>4.</b> [[συσσωρεύω]]<br />(«χυτὴν ἐπί γαῖαν ἔχευαν» — σχημάτιζαν σωρό από [[χώμα]] [[πάνω]] στον τάφο του, <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>5.</b> [[ρίχνω]], [[απλώνω]] [[επάνω]] μου («χύσιν δ’ ἐπεχεύατο φύλλων» — σκεπάστηκε [[ολόκληρος]] με φύλλα, <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «ἐπιχέομαι ἄκρατόν τινος» — [[πίνω]] στην [[υγεία]] ή [[προς]] τιμήν κάποιου ή για να δείξω τον έρωτά μου [[προς]] αυτόν<br /><b>7.</b> <b>παθ.</b> <i>ἐπιχύνομαι</i><br />(για λόγο ή [[φράση]]) παρεμβάλλομαι («ἔτι γε ὁ νῦν δὴ [[λόγος]] ἡμῖν ἐπιχυθείς»).
}}
{{elmes
|esmgtx=graf. -χύννω [[verter]] una mixtura en aceite ὁμοῦ πάντα τρίψας ἐπίχυννε εἰς τὸ ἔλαιον, ἄχρι οὗ ὡς ἔλαιον γένηται <b class="b3">tritúralo todo junto y viértelo en el aceite, hasta que se haga como aceite</b> P LXI 4
}}
}}