γυναικηρός: Difference between revisions

m
LSJ1 replacement
(big3_10)
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=gynaikiros
|Transliteration C=gynaikiros
|Beta Code=gunaikhro/s
|Beta Code=gunaikhro/s
|Definition=ά, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[γυναικεῖος]], <span class="bibl">Diocl.Com.4</span>; γ. τρόπος <span class="bibl">Phryn.<span class="title">PS</span>p.55B.</span></span>
|Definition=ά, όν, = [[γυναικεῖος]], Diocl.Com.4; γ. τρόπος Phryn.''PS''p.55B.
}}
{{DGE
|dgtxt=-οῦ, ὁ<br />[[afeminado]] s. cont., Diocl.Com.4, γ. τρόπος Phryn.<i>PS</i> 55.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 17:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''γῠναικηρός''': ά, όν,=[[γυναικεῖος]], Διοκλ. (Βακχ. 3) ἐν τοῖς Α.Β. 87, [[ἔνθα]] ὁ Meineke [[ἄνευ]] ἀνάγκης εἰκάζει [[γυναικισμός]]· γυναικηρὸς [[τρόπος]] ἀναφέρεται ὑπὸ Φρυν. αὐτ. 31, [[ἴσως]] ἐκ τοῦ [[αὐτοῦ]] ποιητοῦ.
|lstext='''γῠναικηρός''': ά, όν,=[[γυναικεῖος]], Διοκλ. (Βακχ. 3) ἐν τοῖς Α.Β. 87, [[ἔνθα]] ὁ Meineke [[ἄνευ]] ἀνάγκης εἰκάζει [[γυναικισμός]]· γυναικηρὸς [[τρόπος]] ἀναφέρεται ὑπὸ Φρυν. αὐτ. 31, [[ἴσως]] ἐκ τοῦ αὐτοῦ ποιητοῦ.
}}
{{DGE
|dgtxt=-οῦ, ὁ<br />[[afeminado]] s. cont., Diocl.Com.4, γ. τρόπος Phryn.<i>PS</i> 55.
}}
}}