κεραστής: Difference between revisions

m
LSJ1 replacement
(13)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kerastis
|Transliteration C=kerastis
|Beta Code=kerasth/s
|Beta Code=kerasth/s
|Definition=οῦ, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">one that mixes</b>, Ζεὺς πάντων κ. <span class="bibl">Orph.<span class="title">Fr.</span>297</span>.</span>
|Definition=κεραστοῦ, ὁ, [[one that mixes]], Ζεὺς πάντων κ. Orph.''Fr.''297.
}}
{{ls
|lstext='''κεραστής''': -οῦ, ὁ, ὁ κεραννύων, μιγνύων, Ὀρφ. Ἀποσπ. 28, 13.
}}
{{grml
|mltxt=ο (ΑΜ [[κεραστής]]) [[κεράννυμι]]<br />αυτός που ανακατεύει τα ποτά<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που κερνάει τη [[συντροφιά]], αυτός που πληρώνει το [[αντίτιμο]] τών ποτών ή τών γλυκών για όλους<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[εκείνος]] που προσφέρει, που σερβίρει ποτά ή [[γλυκά]].
}}
{{pape
|ptext=ὁ, <i>der [[Mischer]]</i>, Orph. frg. 28.13.
}}
}}