Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

καταστεφής: Difference between revisions

From LSJ

Θυμῷ χαρίζου μηδέν, ἄνπερ νοῦν ἔχῃς → Si mens est tibi, ne cedas iracundiae → Dem Zorn sei nicht zu Willen, bist du bei Verstand

Menander, Monostichoi, 245
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=katastefis
|Transliteration C=katastefis
|Beta Code=katastefh/s
|Beta Code=katastefh/s
|Definition=ές, [[crowned]], <span class="bibl">S.<span class="title">Tr.</span>178</span>, <span class="bibl">A.R.3.220</span>, etc.
|Definition=καταστεφές, [[crowned]], S.''Tr.''178, A.R.3.220, etc.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />couronné.<br />'''Étymologie:''' [[καταστέφω]].
|btext=ής, ές :<br />[[couronné]].<br />'''Étymologie:''' [[καταστέφω]].
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=καταστεφής -ές [καταστέφω] bekranst.
|elnltext=καταστεφής -ές [καταστέφω] [[bekranst]].
}}
{{pape
|ptext=ές, <i>[[bekränzt]]</i>; [[ἀνήρ]] Soph. <i>Tr</i>. 177; Eur. <i>Suppl</i>. 259; Ap.Rh. 3.220.
}}
}}
{{elru
{{elru

Latest revision as of 12:12, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταστεφής Medium diacritics: καταστεφής Low diacritics: καταστεφής Capitals: ΚΑΤΑΣΤΕΦΗΣ
Transliteration A: katastephḗs Transliteration B: katastephēs Transliteration C: katastefis Beta Code: katastefh/s

English (LSJ)

καταστεφές, crowned, S.Tr.178, A.R.3.220, etc.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
couronné.
Étymologie: καταστέφω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καταστεφής -ές [καταστέφω] bekranst.

German (Pape)

ές, bekränzt; ἀνήρ Soph. Tr. 177; Eur. Suppl. 259; Ap.Rh. 3.220.

Russian (Dvoretsky)

καταστεφής: увенчанный (ἀνήρ Soph.; γεραιαί Eur.).

Greek Monolingual

καταστεφής, -ές (Α)
1. αυτός που φορεί στεφάνι στο κεφάλι, ο στεφανωμένος
2. (για κλάδο ικετηρίας ράβδου) στεφανωμένος με έριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -στεφής (< στέφος), πρβλ. επιστεφής, περιστεφής].

Greek Monotonic

καταστεφής: -ές, στεφανωμένος, σε Σοφ.· λέγεται για ικευτικά κλαδιά, περιπλεγμένος με μαλλί, σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

καταστεφής: -ές, καταστεμμένος, ἐστεφανωμένος, ὁρῶ τὸν ἄνδρα καταστεφῆ Σοφ. Τρ. 178· ἡμερίδες χλοεροῖσι καταστεφέες πετάλοισι Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 220, κτλ.· ἐπὶ κλάδου ἱκετηρίας, ἐστεμμένος δι’ ἐρίου, Εὐρ. Ἱκέτ. 259.

Middle Liddell

κατστεφής, ές
crowned, Soph.; of suppliant branches, wreathed with wool, Eur. [from καταστέφω