ἀνάλλακτος: Difference between revisions

m
LSJ1 replacement
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=anallaktos
|Transliteration C=anallaktos
|Beta Code=a)na/llaktos
|Beta Code=a)na/llaktos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[unchangeable]], <span class="bibl">Orph.<span class="title">Fr.</span>248.8</span>.</span>
|Definition=ἀνάλλακτον, [[unchangeable]], Orph.''Fr.''248.8.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον [[inmutable]] ἐφημοσύνη Orph.<i>Fr</i>.248.8.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνάλλακτος''': -ον, [[ἀμετάβλητος]], [[ἀναλλοίωτος]], Ὀρφ. Ἀποσπ. 3. 8.
|lstext='''ἀνάλλακτος''': -ον, [[ἀμετάβλητος]], [[ἀναλλοίωτος]], Ὀρφ. Ἀποσπ. 3. 8.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον [[inmutable]] ἐφημοσύνη Orph.<i>Fr</i>.248.8.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και -χτος και -γος, -η, -ο (Α [[ἀνάλλακτος]], -ον)<br />αυτός που δεν μεταβάλλεται ή δεν μπορεί να μεταβληθεί, [[αμετάβλητος]], [[αναλλοίωτος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν ανταλλάχθηκε ή δεν [[είναι]] δυνατόν να ανταλλαχθεί<br /><b>2.</b> αυτός που δεν αντικαταστάθηκε<br /><b>3.</b> αυτός που δεν αντικατέστησε τα βρόμικα εσώρουχά του με [[καθαρά]] ή τα καθημερινά του ρούχα με γιορτινά, [[ρυπαρός]], [[βρόμικος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αμετάβλητος]], [[αναλλοίωτος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[ἀνάλλακτος]] <span style="color: red;"><</span> <i>ἀν</i>- στερ. <span style="color: red;">+</span> [[ἀλλακτός]] <span style="color: red;"><</span> [[ἀλλάσσω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αναλλαγιά]]].
|mltxt=και -χτος και -γος, -η, -ο (Α [[ἀνάλλακτος]], -ον)<br />αυτός που δεν μεταβάλλεται ή δεν μπορεί να μεταβληθεί, [[αμετάβλητος]], [[αναλλοίωτος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν ανταλλάχθηκε ή δεν [[είναι]] δυνατόν να ανταλλαχθεί<br /><b>2.</b> αυτός που δεν αντικαταστάθηκε<br /><b>3.</b> αυτός που δεν αντικατέστησε τα βρόμικα εσώρουχά του με [[καθαρά]] ή τα καθημερινά του ρούχα με γιορτινά, [[ρυπαρός]], [[βρόμικος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αμετάβλητος]], [[αναλλοίωτος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[ἀνάλλακτος]] <span style="color: red;"><</span> <i>ἀν</i>- στερ. <span style="color: red;">+</span> [[ἀλλακτός]] <span style="color: red;"><</span> [[ἀλλάσσω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αναλλαγιά]]].
}}
}}