ἔμποδος: Difference between revisions

m
LSJ1 replacement
(big3_14)
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=empodos
|Transliteration C=empodos
|Beta Code=e)/mpodos
|Beta Code=e)/mpodos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[ἐμπόδιος]], dub. in Ascl.<span class="title">Tact.</span>2.1.</span>
|Definition=ἔμποδον, = [[ἐμπόδιος]], dub. in Ascl.''Tact.''2.1.
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[que constituye un obstáculo]] οὐδὲν γὰρ ἔμποδον ἔσται τοῖς ὄπισθεν μαχομένοις Ascl.<i>Tact</i>.2.1.
|dgtxt=-ον<br />[[que constituye un obstáculo]] οὐδὲν γὰρ ἔμποδον ἔσται τοῖς ὄπισθεν μαχομένοις Ascl.<i>Tact</i>.2.1.
}}
{{grml
|mltxt=-ο(ς), -ο(ν) (AM [[ἔμποδος]], -ον, Μ και [[ἔμποδος]], -ο[ς], -ο[ν])<br />αυτός που εμποδίζει, εμπόδιος<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />(και τα [[τρία]] γένη ως ουσ.) ο [[έμποδος]], <i>η έμποδο</i>(<i>ς</i>), <i>το έμποδο</i>(<i>ν</i>)<br />[[εμπόδιο]], [[δυσκολία]], [[πρόσκομμα]], [[κώλυμα]] (α. «ἔμποδον μέγαν ηὕρασιν τὰ δάση τῆς Πρινίτσας», Χρον.Mop.<br />β. «[[δίχως]] καμίαν ἔμποδον ἐσέβησαν στὴν πόλιν», Θησ.<br />γ. «την ύπαρξη σου αρνούνται, για να μη σ' έχουν έμποδο», Βαλαωρ.).
}}
}}