αὐξηρός: Difference between revisions

m
LSJ1 replacement
(6_16)
m (LSJ1 replacement)
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=afksiros
|Transliteration C=afksiros
|Beta Code=au)chro/s
|Beta Code=au)chro/s
|Definition=όν, dub. l. in <span class="bibl">Nic.<span class="title">Al.</span> 588</span>.
|Definition=αὐξηρόν, dub. l. in Nic.''Al.'' 588.
}}
{{DGE
|dgtxt=-όν [[que crece]] δόνακες Nic.<i>Al</i>.588.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''αὐξηρός''': -όν, εἰ ἡ γραφὴ ἔχει ὑγιῶς ἐν Νικάνδρ. Ἀλεξιφ. 588, πρέπει να σημαίνῃ τὸν τελείως ηὐξημένον, «τὸν μέγαν» ὡς ἑρμηνεύει καὶ ὁ Σχολ., ἀλλ’ [[ἴσως]] ἦτο αὖ ξηρῶν, [[διότι]] ὁ Σχολιαστ. προστίθησι καὶ τὴν ἑρμηνείαν «ἢ ξηρῶν, τῶν αὐχμηρῶν».
|lstext='''αὐξηρός''': -όν, εἰ ἡ γραφὴ ἔχει ὑγιῶς ἐν Νικάνδρ. Ἀλεξιφ. 588, πρέπει να σημαίνῃ τὸν τελείως ηὐξημένον, «τὸν μέγαν» ὡς ἑρμηνεύει καὶ ὁ Σχολ., ἀλλ’ [[ἴσως]] ἦτο αὖ ξηρῶν, [[διότι]] ὁ Σχολιαστ. προστίθησι καὶ τὴν ἑρμηνείαν «ἢ ξηρῶν, τῶν αὐχμηρῶν».
}}
{{pape
|ptext=l.d., Nic. <i>Al</i>. 588, [[varia lectio|v.l.]] αὖ [[ξηρός]], vom Rohr, man [[vermutet]] [[αὐχμηρός]].
}}
}}