3,277,114
edits
(6_11) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(14 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ksystikos | |Transliteration C=ksystikos | ||
|Beta Code=custiko/s | |Beta Code=custiko/s | ||
|Definition= | |Definition=ξυστική, ξυστικόν,<br><span class="bld">A</span> of or for [[scraping]]: ἡ [[ξυστική]] the [[art of polishing]], Sch. D.T.p.110H.<br><span class="bld">2</span> [[corrosive]], χυμός Phylotim. ap. Ath.3.81b, Gal. ''Nat.Fac.''2.9; ξυστικὸν ἔχει τῶν ἐντέρων Alex.Trall.''Febr.''I; of plasters, Orib.''Fr.''88.<br><span class="bld">II</span> ([[ξυστός]]) [[taking exercise in a xystus]]: hence, [[athlete]], [[xysticorum certationes]] Suet.''Aug.''45; ἀνὴρ ξ. Gal.13.1023; ξ. ἀθληταί ''BCH''28.22; <b class="b3">ξ. σύνοδος</b> ''Athletic'' Association, ἡ ἱερὰ θυμελικὴ καὶ ξ. σ. ''OGI''713.3 (Alexandria, iii A. D.); ἡ ἱερὰ ξ. περιπολιστικὴ οἰκουμενικὴ σύνοδος ''IG''14.956B19, cf. ''PLond.''3.1178.2 (ii A. D.), etc. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ξυστικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς | |lstext='''ξυστικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς ξῦσιν· ἡ -κή, ἡ [[τέχνη]] τοῦ ξύειν ἢ στιλβώνειν, Α. Β. 651. 2) [[στυπτικός]], Φιλότιμ. παρ’ Ἀθην. 81Β. ΙΙ. (ξυστὸς) ὁ γυμναζόμενος ἐν ξυστῷ, Sueton. Octav. 45, Γαλην.· ξυστικὴ [[σύνοδος]], [[συνέλευσις]] τῶν ἀθλητῶν ἐν τῷ ξυστῷ, Συλλ. Ἐπιγρ. 5906-10. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[ξυστικός]], -ή, -όν) [[ξυστός]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[ξύση]], στο [[ξύσιμο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει την [[ιδιότητα]] να ξύνει («ξυστικό [[εργαλείο]]»)<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα ξυστικά</i>- η [[αμοιβή]] του [[εργάτη]] για την [[ξύση]], την [[απόξεση]], το [[πλάνισμα]], τη [[στίλβωση]] που έκανε<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ξυστικόν</i>- στυπτικό [[φάρμακο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[στυπτικός]]<br /><b>2.</b> αυτός που γυμνάζεται στο [[ξυστόν]], στο γυμναστήριο<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[ξυστικός]]<br />ο [[αθλητής]]<br /><b>4.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ ξυστική</i> (ενν. [[τέχνη]])<br />η [[τέχνη]] του ξυσίματος ή του στιλβώματος<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «ξυστικὴ [[σύνοδος]]» — [[συνέλευση]] τών αθλητών στο [[ξυστόν]], στο γυμναστήριο, αθλητική [[εταιρεία]]. | |||
}} | }} |