ὑσμίνη: Difference between revisions

m
LSJ1 replacement
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ysmini
|Transliteration C=ysmini
|Beta Code=u(smi/nh
|Beta Code=u(smi/nh
|Definition=[ῑ], ἡ, Ep. Noun, [[fight]], [[battle]], [[combat]], κατὰ κρατερὴν ὑσμίνην <span class="bibl">Il.5.84</span>, al.; [[κατὰ κρατερὰς ύσμίνας]] ib.<span class="bibl">200</span>; ἐν σταδίῃ ὑσμίνῃ <span class="bibl">13.314</span>; ἐν ὑσμίνῃ δηϊοτῆτος <span class="bibl">20.245</span>; [[πρώτῃ ἐν ὑσμίνῃ]] = [[in the front of the fight]], <span class="bibl">15.340</span>; [[ὑσμίνηνδε]] = [[to the fight]], <span class="bibl">2.477</span>; ὑσμίναν φέροντες <span class="bibl">B.12.144</span>:—in <span class="bibl">Il.2.863</span>, <span class="bibl">8.56</span>, we have a metaplast. Ep. dat. [[ὑσμῖνι]] as if from [[ὑσμίν]] or [[ὑσμίς]]. (Cf. Skt. [[yúdh]] fem. '[[battle]]', [[yúdhyati]] '[[fight]]'.)
|Definition=[ῑ], ἡ, Ep. Noun, [[fight]], [[battle]], [[combat]], κατὰ κρατερὴν ὑσμίνην Il.5.84, al.; κατὰ κρατερὰς ύσμίνας ib.200; ἐν σταδίῃ ὑσμίνῃ 13.314; ἐν ὑσμίνῃ δηϊοτῆτος 20.245; [[πρώτῃ ἐν ὑσμίνῃ]] = [[in the front of the fight]], 15.340; [[ὑσμίνηνδε]] = [[to the fight]], 2.477; ὑσμίναν φέροντες B.12.144:—in Il.2.863, 8.56, we have a metaplast. Ep. dat. ὑσμῖνι as if from [[ὑσμίν]] or [[ὑσμίς]]. (Cf. Skt. yúdh fem. '[[battle]]', yúdhyati '[[fight]]'.)
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />combat, mêlée : ὑσμίνην ἀρτύνειν IL engager le combat ; πρώτῃ [[ἐν]] ὑσμίνῃ IL au premier rang des combattants.<br />'''Étymologie:''' cf. R. <i>skr.</i> Yudh « combattre ».
|btext=ης (ἡ) :<br />combat, mêlée : ὑσμίνην ἀρτύνειν IL engager le combat ; πρώτῃ [[ἐν]] ὑσμίνῃ IL au premier rang des combattants.<br />'''Étymologie:''' cf. R. <i>skr.</i> Yudh « combattre ».
}}
{{pape
|ptext=ἡ, <i>[[Treffen]], [[Schlacht]]</i>; Hom. oft, bes. <i>Il</i>., gew. mit Beiw., κρατερή; auch [[ὑσμίνη]] δηϊοτῆτος, <i>Il</i>. 20.245; πρώτη [[ὑσμίνη]], <i>das [[Vordertreffen]]</i>, 15.340, 20.395; [[ὑσμίνηνδε]], <i>in die [[Schlacht]]</i>, 2.477. – Der dat. lautet, wie von ὑσμίν, [[ὑσμῖνι]], <i>Il</i>. 2.863, 8.56.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑσμίνη:''' (ῑ) ἡ [[схватка]], [[сражение]], бой Hom., Hes.: [[πρώτῃ ἐν ὑσμίνῃ]] Hom. [[в первых рядах сражающихся]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 20: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ἡ, Α<br />(<b>επικ. τ.</b>) [[αγώνας]], [[μάχη]] («ὡς οἱ μὲν πονέοντο κατὰ κρατερὴν ὑσμίνην», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[ὑσμίνη]] μπορεί να αναχθεί στη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] της ΙΕ ρίζας <i>jeu</i>-<i>dh</i>- με σημ. «κινούμαι έντονα, ζωηρά» και κατ' [[επέκταση]] «[[πολεμώ]]» —με την [[έννοια]] ότι η [[μάχη]] [[είναι]] ένα [[είδος]] ζωηρής κίνησης, ταραχής— και συνδέεται με αρχ. ινδ. <i>yudhma</i>- «[[πολεμιστής]]», <i>yudh</i>- «[[μάχη]]», λιθουαν. <i>judu</i> «κινούμαι», <i>judus</i> «[[εριστικός]]», λατ. <i>jubeo</i> «[[διατάζω]], [[κάνω]] κάποιον να κινηθεί». Ο ελλ. τ. [[ὑσμίνη]] έχει προέλθει —με [[μετάβαση]] στη θεματική [[κλίση]] (<b>πρβλ.</b> [[ἀλκή]]: δοτ. [[ἀλκί]])— από ένα αρχικό αθέματο ουσ., το οποίο απαντά μόνο στον τ. της δοτ. <i>ὑσμῖνι</i> και το οποίο έχει σχηματιστεί με το αρχαϊκό [[επίθημα]] -(<i>μ</i>)<i>ις</i>, -(<i>μ</i>)<i>ινος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ῥηγ</i>-<i>μίς</i>, <i>στα</i>-<i>μίς</i>) από έναν τ. <i>ὑσμός</i> (<i>judh</i>-<i>s</i>-<i>mos</i>), αντίστοιχο του αρχ. ινδ. <i>yudh</i>-<i>ma</i> «[[πολεμιστής]]» (η κατάλ. -<i>σμος</i> του ελλ. τ. [[αντί]] -<i>μος</i> [[είναι]] πιθ. αναλογική). Η λ. [[ὑσμίνη]], [[τέλος]], [[είναι]] [[παλαιός]] τ. της επικής και λυρικής ποίησης, με σημ. παρόμοια με τη σημ. τών λ. [[μάχη]], [[πόλεμος]] και, σε ορισμένες περιπτώσεις, της λ. [[ὅμιλος]].
|mltxt=ἡ, Α<br />(<b>επικ. τ.</b>) [[αγώνας]], [[μάχη]] («ὡς οἱ μὲν πονέοντο κατὰ κρατερὴν ὑσμίνην», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[ὑσμίνη]] μπορεί να αναχθεί στη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] της ΙΕ ρίζας <i>jeu</i>-<i>dh</i>- με σημ. «κινούμαι έντονα, ζωηρά» και κατ' [[επέκταση]] «[[πολεμώ]]» —με την [[έννοια]] ότι η [[μάχη]] [[είναι]] ένα [[είδος]] ζωηρής κίνησης, ταραχής— και συνδέεται με αρχ. ινδ. <i>yudhma</i>- «[[πολεμιστής]]», <i>yudh</i>- «[[μάχη]]», λιθουαν. <i>judu</i> «κινούμαι», <i>judus</i> «[[εριστικός]]», λατ. <i>jubeo</i> «[[διατάζω]], [[κάνω]] κάποιον να κινηθεί». Ο ελλ. τ. [[ὑσμίνη]] έχει προέλθει —με [[μετάβαση]] στη θεματική [[κλίση]] (<b>πρβλ.</b> [[ἀλκή]]: δοτ. [[ἀλκί]])— από ένα αρχικό αθέματο ουσ., το οποίο απαντά μόνο στον τ. της δοτ. <i>ὑσμῖνι</i> και το οποίο έχει σχηματιστεί με το αρχαϊκό [[επίθημα]] -(<i>μ</i>)<i>ις</i>, -(<i>μ</i>)<i>ινος</i> ([[πρβλ]]. [[ῥηγμίς]], [[σταμίς]]) από έναν τ. <i>ὑσμός</i> (<i>judh</i>-<i>s</i>-<i>mos</i>), αντίστοιχο του αρχ. ινδ. <i>yudh</i>-<i>ma</i> «[[πολεμιστής]]» (η κατάλ. -<i>σμος</i> του ελλ. τ. [[αντί]] -<i>μος</i> [[είναι]] πιθ. αναλογική). Η λ. [[ὑσμίνη]], [[τέλος]], [[είναι]] [[παλαιός]] τ. της επικής και λυρικής ποίησης, με σημ. παρόμοια με τη σημ. τών λ. [[μάχη]], [[πόλεμος]] και, σε ορισμένες περιπτώσεις, της λ. [[ὅμιλος]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑσμίνη:''' [ῑ], ἡ, [[αγώνας]], [[πάλη]], [[μάχη]], [[σύγκρουση]], σε Ομήρ. Ιλ.· κατά μεταπλασμό, Επικ. δοτ. [[ὑσμῖνι]], όπως αν προερχόταν από τα <i>ὑσμίν</i> ή <i>ὑσμίς</i>, στο ίδ.
|lsmtext='''ὑσμίνη:''' [ῑ], ἡ, [[αγώνας]], [[πάλη]], [[μάχη]], [[σύγκρουση]], σε Ομήρ. Ιλ.· κατά μεταπλασμό, Επικ. δοτ. [[ὑσμῖνι]], όπως αν προερχόταν από τα <i>ὑσμίν</i> ή <i>ὑσμίς</i>, στο ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑσμίνη:''' (ῑ) ἡ схватка, сражение, бой Hom., Hes.: πρώτῃ ἐν ὑσμίνῃ Hom. в первых рядах сражающихся.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj