3,258,153
edits
m (Text replacement - "[['" to "'[[") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=trachilismos | |Transliteration C=trachilismos | ||
|Beta Code=traxhlismo/s | |Beta Code=traxhlismo/s | ||
|Definition=ὁ, < | |Definition=ὁ,<br><span class="bld">A</span> [[seizing by the neck]], '[[scragging]]', a trick in wrestling and ball-play, Plu.2.526e, Luc.''Lex.''5, Gal.''Parv.Pil.''2 (pl.), Ath.1.14f (pl.).<br><span class="bld">2</span> [[wry neck]], [[stiff neck]], Diocl.Fr.141 (pl.). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=οῦ (ὁ) :<br />[[action de renverser qqn le cou en arrière]].<br />'''Étymologie:''' [[τραχηλίζω]]. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ὁ, <i>das [[Umbiegen]], Zurückdrehen des Halses</i>; Plut. <i>cupid.divit</i>. 7 a.E.; Luc. <i>Lexiph</i>. 5. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τρᾰχηλισμός:''' ὁ [[запрокидывание головы]] (противнику), хватание за горло Plut., Luc. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τρᾰχηλισμός''': ὁ, τὸ τραχηλίζειν, λαμβάνειν τινὰ ἀπὸ τοῦ τραχήλου, [[τέχνασμα]] παλαιστικόν, Λουκ. Λεξιφ. 5, Πλούτ. 2. 527Ε, Ἀθήν. 14F. | |lstext='''τρᾰχηλισμός''': ὁ, τὸ τραχηλίζειν, λαμβάνειν τινὰ ἀπὸ τοῦ τραχήλου, [[τέχνασμα]] παλαιστικόν, Λουκ. Λεξιφ. 5, Πλούτ. 2. 527Ε, Ἀθήν. 14F. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, ΝΑ [[τραχηλίζω]]<br />(στην [[πάλη]]) [[τέχνασμα]] με το οποίο ο [[παλαιστής]] προσπαθεί να συλλάβει τον αντίπαλό του από τον τράχηλο για να τον καταβάλει άμεσα και [[γρήγορα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ιατρ.</b> σπασμωδική [[συστολή]] του τραχήλου [[κατά]] τη [[διάρκεια]] επιληπτικού παροξυσμού, που επιφέρει [[δυσχέρεια]] στη φλεβική [[κυκλοφορία]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[δυσκίνητος]] ή [[άκαμπτος]] [[τράχηλος]]. | |mltxt=ο, ΝΑ [[τραχηλίζω]]<br />(στην [[πάλη]]) [[τέχνασμα]] με το οποίο ο [[παλαιστής]] προσπαθεί να συλλάβει τον αντίπαλό του από τον τράχηλο για να τον καταβάλει άμεσα και [[γρήγορα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ιατρ.</b> σπασμωδική [[συστολή]] του τραχήλου [[κατά]] τη [[διάρκεια]] επιληπτικού παροξυσμού, που επιφέρει [[δυσχέρεια]] στη φλεβική [[κυκλοφορία]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[δυσκίνητος]] ή [[άκαμπτος]] [[τράχηλος]]. | ||
}} | }} |