πλατός: Difference between revisions

m
LSJ1 replacement
(Bailly1_4)
m (LSJ1 replacement)
 
(14 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=platos
|Transliteration C=platos
|Beta Code=plato/s
|Beta Code=plato/s
|Definition=ή, όν, (πελάζω) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">approachable</b>, οὐ πλατοῖσι φυσιάμασι <span class="bibl">A.<span class="title">Eu.</span> 53</span> (Elmsl. for <b class="b3">πλαστοῖσι</b>, cf. <b class="b3">πλατά· προσπέλαστα</b>, Phot.).</span>
|Definition=πλατή, πλατόν, ([[πελάζω]]) [[approachable]], οὐ πλατοῖσι φυσιάμασι A.''Eu.'' 53 (Elmsl. for [[πλαστοῖσι]], cf. πλατά· προσπέλαστα, Phot.).
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />[[dont on peut s'approcher]].<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[πελάω]].
}}
{{elnl
|elnltext=πλᾱτός -ή -όν [πελάζω] benaderbaar:. οὐ πλατοῖσι φυσιάμασιν met afstotelijk geblaas Aeschl. Eum. 53.
}}
{{elru
|elrutext='''πλᾱτός:''' [adj. verb. к [[πελάω]] к которому можно приблизиться: οὐ πλατὰ φυσιάματα Aesch. ядовитое дыхание (Горгон).
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α<br />αυτός τον οποίο μπορεί να πλησιάσει [[κανείς]], [[ευπρόσιτος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. ανάγεται στη δισύλλαβη [[ρίζα]] <i>pel</i><i>ā</i>-/ <i>pel</i><i>ә</i><sub>2</sub>- (<b>βλ. λ.</b> [[πέλας]]) με μηδενισμένο το πρώτο [[φωνήεν]] και απαθές το δεύτερο].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πλᾱτός:''' -ή, -όν, συντετμ. αντί <i>πελᾱτός</i>, [[προσιτός]], προσεγγίσιμος, σε Αισχύλ.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πλᾱτός''': -ή, -όν, ([[πελάζω]]) ὃν δύναταί τις νὰ πλησιάσῃ, οὐ πλατοῖσι φυσιάμασι Αἰσχύλ. Εὐμ. 53, ἐκ διορθώσ. τοῦ Elmsl, (Εὐρ. Μήδ. 149) ἀντὶ πλαστοῖσι· ― ὅμοιον [[σφάλμα]] συνεχῶς ἀπαντᾷ ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις, [[ἄπλαστος]] ἀντὶ [[ἄπλατος]]. Περὶ τοῦ τονισμοῦ ἴδε Ἀρκάδ. 79. 13, Φώτ.
|lstext='''πλᾱτός''': -ή, -όν, ([[πελάζω]]) ὃν δύναταί τις νὰ πλησιάσῃ, οὐ πλατοῖσι φυσιάμασι Αἰσχύλ. Εὐμ. 53, ἐκ διορθώσ. τοῦ Elmsl, (Εὐρ. Μήδ. 149) ἀντὶ πλαστοῖσι· ― ὅμοιον [[σφάλμα]] συνεχῶς ἀπαντᾷ ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις, [[ἄπλαστος]] ἀντὶ [[ἄπλατος]]. Περὶ τοῦ τονισμοῦ ἴδε Ἀρκάδ. 79. 13, Φώτ.
}}
}}
{{bailly
{{mdlsj
|btext=ή, όν :<br />dont on peut s’approcher.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[πελάω]].
|mdlsjtxt=πλᾱτός, ή, όν [shortd. for πελᾰτός]<br />[[approachable]], Aesch.
}}
}}