3,276,932
edits
(Bailly1_3) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(16 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kefalaiodis | |Transliteration C=kefalaiodis | ||
|Beta Code=kefalaiw/dhs | |Beta Code=kefalaiw/dhs | ||
|Definition= | |Definition=κεφαλαιῶδες,<br><span class="bld">A</span> [[capital]], [[principal]], Stoic.2.75, Luc.''DMort.''20.1: Comp., νόμοι Ph.2.183, cf. Luc.''Salt.''61, Hierocl. ''in CA''27p.484M.: Sup., Hp.''Decent.''6, Luc.''Pseudol.''10; <b class="b3">τὸ κεφαλαιῶδες</b> the [[general]] [[character]] [[sum]]med up in a [[definition]], Arr.''Epict.''2.12.9.<br><span class="bld">II</span> [[summary]], [[ἐξήγησις]] Plb.2.14.1; ὑπογραφή D.H.2.72. Adv. [[κεφαλαιωδῶς]] = [[in summary form]], [[summarily]] Arist.''Rh.''1415b8, ''Metaph.''988a18, Plb.1.13.1, [[Dionysius of Halicarnassus|D.H.]]''[[De Compositione Verborum|Comp.]]''8, etc.: Sup. κεφαλαιωδέστατα Epicur.''Ep.''1p.31U. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1427.png Seite 1427]] ες, der Hauptsache nach, summarisch; ὅσα κεφαλαιώδη μάνθανε Luc. D. Mort. 20, 1; a. Sp.; κεφαλαιωδέστερος Luc. salt. 61; vgl. noch Lob. zu Phryn. 271. – Adv. κεφαλαιωδῶς, Arist. rhet. 3, 14. 19; Pol. 1, 13, 1; häufig bei Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1427.png Seite 1427]] ες, der Hauptsache nach, summarisch; ὅσα κεφαλαιώδη μάνθανε Luc. D. Mort. 20, 1; a. Sp.; κεφαλαιωδέστερος Luc. salt. 61; vgl. noch Lob. zu Phryn. 271. – Adv. κεφαλαιωδῶς, Arist. rhet. 3, 14. 19; Pol. 1, 13, 1; häufig bei Sp. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης, ες:<br />sommaire;<br /><i>Cp.</i> κεφαλαιωδέστερος.<br />'''Étymologie:''' [[κεφαλαῖος]], -ωδης. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κεφαλαιώδης -ες [κεφαλή] belangrijkst; subst. τὰ κεφαλαιώδη hoofdzaken; adv. κεφαλαιωδῶς samenvattend. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κεφᾰλαιώδης:''' [[главный]], [[основной]], [[важнейший]] (κεφαλαιώδη μανθάνειν Luc.). | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ες (ΑΜ [[κεφαλαιώδης]], -ώδες) [[κεφάλαιον]]<br />αυτός που έχει πρωταρχική [[σημασία]], που αποτελεί την [[ουσία]] ενός πράγματος, [[βασικός]], [[κύριος]], [[ουσιώδης]] (α. «αυτή η [[ενότητα]] έχει κεφαλαιώδη [[σημασία]] για την [[έκβαση]] της υπόθεσης» β. «ὅσα [[μέντοι]] κεφαλαιώδη, μάνθανε», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σύντομος]], [[βραχύς]] («χρήσιμον [[εἶναι]] κεφαλαιώδη μὲν ποιήσασθαι τὴν ἐξήγησιν», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ κεφαλαιῶδες</i><br />αυτό το οποίο τίθεται περιληπτικά σε ορισμό ως πιο ουσιώδες. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κεφαλαιωδῶς</i> (Α κεφαλαιωδῶς)<br />[[κατά]] τρόπο κεφαλαιώδη, περιληπτικά («ἐπὶ βραχύ καὶ κεφαλαιωδῶς προεκθεμένους», <b>Πολ.</b>). | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κεφᾰλαιώδης:''' -ες ([[εἶδος]]), [[αρχικός]], [[κύριος]], [[πρώτιστος]], σε Λουκ.· επίρρ. <i>-δῶς</i>, συνοπτικά, περιληπτικά, σε Αριστ. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κεφᾰλαιώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[κύριος]], πρῶτος, ὁ κυριώτατος, Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 20. 1· ἐν τῷ συγκρ., π. Ὀρχ. 61, Ψευδολ. 10· τὸ κ., τὸ οὐσιῶδες καὶ κύριον περιληπτικῶς ἐκτιθέμενον ἐν ὁρισμῷ, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 12, 9. ― Ἐπίρρ. -δῶς, περιληπτικῶς, ἐν περιλήψει, ὡς τὸ ἐν κεφαλαίῳ, Ἀριστ. Ρητ. 3. 14, 8, Μ. τὰ Φυσ. 1. 7, 1. ― Συγκρ. ἐπίρρ. κεφαλαιοδεστέρως Τζέτζ. Σχόλ. εἰς Ἑρμογ. ἐν Κραμήρου Ἑλλ. Ἀν. τομ. 4. σ. 100, 1. | |lstext='''κεφᾰλαιώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[κύριος]], πρῶτος, ὁ κυριώτατος, Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 20. 1· ἐν τῷ συγκρ., π. Ὀρχ. 61, Ψευδολ. 10· τὸ κ., τὸ οὐσιῶδες καὶ κύριον περιληπτικῶς ἐκτιθέμενον ἐν ὁρισμῷ, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 12, 9. ― Ἐπίρρ. -δῶς, περιληπτικῶς, ἐν περιλήψει, ὡς τὸ ἐν κεφαλαίῳ, Ἀριστ. Ρητ. 3. 14, 8, Μ. τὰ Φυσ. 1. 7, 1. ― Συγκρ. ἐπίρρ. κεφαλαιοδεστέρως Τζέτζ. Σχόλ. εἰς Ἑρμογ. ἐν Κραμήρου Ἑλλ. Ἀν. τομ. 4. σ. 100, 1. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{mdlsj | ||
| | |mdlsjtxt=κεφᾰλαι-ώδης, ες [[εἶδος]]<br />[[capital]], [[principal]], [[chief]], Luc.:—adv. -δῶς, [[summarily]], Arist. | ||
}} | }} |