3,277,119
edits
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
mNo edit summary |
||
(12 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=naftiodis | |Transliteration C=naftiodis | ||
|Beta Code=nautiw/dhs | |Beta Code=nautiw/dhs | ||
|Definition=ες, (ναυτία) < | |Definition=ες, ([[ναυτία]])<br><span class="bld">A</span> [[nauseous]], [[causing nausea]], [[nauseating]], [[sickening]], Dsc.1.40, Antyll. ap. Orib.4.11.6, Plu.2.127a, 128d; τὸ [[ναυτιῶδες]] Gal.6.678.<br><span class="bld">2</span> [[disposed to nausea]], [[διάθεσις]] Id.13.122,156. Adv. [[ναυτιωδῶς]] = [[with]] [[nausea]], ἔχειν Herod.Med. ap. Orib.5.27.22. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0233.png Seite 233]] ες, ναυτίωσις, ἡ, att, = [[ναυσιώδης]], [[ναυσίωσις]]. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0233.png Seite 233]] ες, [[ναυτίωσις]], ἡ, att, = [[ναυσιώδης]], [[ναυσίωσις]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης, ες:<br /><b>1</b> [[qui provoque la nausée]], [[nauséabond]];<br /><b>2</b> [[sujet à des nausées]].<br />'''Étymologie:''' [[ναυτία]], -ωδης. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ναυτιώδης:'''<br /><b class="num">1</b> [[вызывающий тошноту]], [[тошнотворный]] Plut.;<br /><b class="num">2</b> [[страдающий морской болезнью]], [[испытывающий тошноту]] Plut. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ναυτιώδης''': -ες, ([[ναυτία]]) ὁ προξενῶν ἔμετον, [[πλήρης]] ναυτίας, Πλούτ. 2. 1 27 Α, 128D, Ξενοκρ. 47, Διοσκ. 1, 49, Γαλην. VI, 378B, κλ. ― γράφεται καὶ | |lstext='''ναυτιώδης''': -ες, ([[ναυτία]]) ὁ προξενῶν ἔμετον, [[πλήρης]] ναυτίας, Πλούτ. 2. 1 27 Α, 128D, Ξενοκρ. 47, Διοσκ. 1, 49, Γαλην. VI, 378B, κλ. ― γράφεται καὶ [[ναυσιώδης]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ῶδες (Α [[ναυτιώδης]], -ῶδες) [[ναυτία]]<br /><b>1.</b> αυτός που προκαλεί [[ναυτία]], αυτός που προκαλεί [[τάση]] για εμετό<br /><b>2.</b> αυτός που έχει [[τάση]] για εμετό, αυτός που υποφέρει από [[ναυτία]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που προκαλεί αισθήματα αποστροφής και αηδίας. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[ναυτιωδῶς]] (Α)<br />με ναυτιώδη τρόπο. | |mltxt=-ῶδες (Α [[ναυτιώδης]], -ῶδες) [[ναυτία]]<br /><b>1.</b> αυτός που προκαλεί [[ναυτία]], αυτός που προκαλεί [[τάση]] για εμετό<br /><b>2.</b> αυτός που έχει [[τάση]] για εμετό, αυτός που υποφέρει από [[ναυτία]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που προκαλεί αισθήματα αποστροφής και αηδίας. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[ναυτιωδῶς]] (Α)<br />με ναυτιώδη τρόπο. | ||
}} | }} |