3,277,172
edits
m (Text replacement - " as Adj." to " as adjective") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(9 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=iketirios | |Transliteration C=iketirios | ||
|Beta Code=i(keth/rios | |Beta Code=i(keth/rios | ||
|Definition=poet. ἱκτήριος, α, ον, as adjective in the latter form only, < | |Definition=poet. [[ἱκτήριος]], α, ον, as adjective in the latter form only,<br><span class="bld">A</span> of or [[fit for suppliants]], <b class="b3">ἱ. θησαυρός</b>, of hair offered to a god, [[Sophocles|S.]]''[[Ajax|Aj.]]''1175; κλάδοι Id.''OT''3; [[ἱκτήριοι]], = [[ἱκέται]], ib.327; <b class="b3">φωτῶν ἱκτήρια</b>, = [[φῶτας ἱκτηρίους]], Id.''OC''923.<br><span class="bld">II</span> [[ἱκετηρία]], ''poet.'' [[ἱκτηρία]], Ion. [[ἱκετηρίη]] (''[[sc.]]'' [[ῥάβδος]]), ἡ, [[olive-branch which the suppliant held in his hand]] as a symbol of his condition, λευκοστεφεῖς ἱκτηρίας A.''Supp.''192; <b class="b3">ἱκετηρίην λαβεῖν, φέρειν</b>, [[Herodotus|Hdt.]]5.51, 7.141; ἱκετηρίαν ἔχειν Ar.''Pl.''383; καταθεῖναι ἐν τῷ Ἐλευσινίῳ And.1.110, cf. ''UPZ''1.9 (iv B.C.); especially of petitions laid before the Athenian people, <b class="b3">ἱ. θεῖναι</b> And.l.c., Arist.''Ath.''43.6 (less correctly θέσθαι Poll.8.96, wh. is a later use, cf. ''SIG''2666.6 (Samos)); ὑπὲρ θυγατρὸς ἱ. τιθεμένη ''PTeb.''326.3 (iii A.D.); <b class="b3">ἱ. ἔθηκεν παρ' ὑμῖν</b>, = <b class="b3">ἱκέτευσεν ὑμᾶς</b>, D.18.107, cf. 24.12; ὑπὲρ τοῦ μισθοῦ ἱ. θεῖναι εἰς τὴν βουλήν Aeschin.1.104, cf. 2.15; later <b class="b3">ἱ. πέμπειν, προβάλλεσθαι</b>, Plu.''Pomp.''28, Ael.''VH''3.26; <b class="b3">ἱκετηρίας προσενέγκας, ἱκετηρίαν προσάγειν</b>, ''Ep.Hebr.''5.7, ''[[Oxyrhynchus Papyri|POxy.]]''71 i 3 (iv A.D.): metaph., <b class="b3">ἱκετηρίαν δὲ γόνασιν ἐξάπτω σέθεν τὸ σῶμα τοὐμόν</b>, where the suppliant represents herself as the olive-branch, E.''IA''1216; νομίζετε τὸν παῖδα τουτονὶ ἱκετηρίαν προκεῖσθαι D.43.83.<br><span class="bld">2</span> = [[ἱκεσία]], [[varia lectio|v.l.]] in Isoc.8.138 (pl.), cf. Plb.3.112.8 (pl.), Jul. [[ad Ath]].275c, Hld.7.7. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=α, ον :<br />[[suppliant]].<br />'''Étymologie:''' [[ἱκέτης]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἱκετήριος''': συγκεκομ. [[ἱκτήριος]], -α, -ον, ὡς ἐπίθ. μόνον ἐν τῷ δευτέρῳ τύπῳ· ([[ἱκέτης]])· - [[ἱκτήριος]] [[θησαυρός]], ἐπὶ [[κόμης]] προσφερομένης εἰς νεκρόν, Σοφ. Αἴ. 1175· ἱκτήριοι ἱκέται ὁ αὐτ. ἐν Ο. Τ. 327· φωτῶν ἱκτήρια = φῶτας ἱκτήριους ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 923. ΙΙ. ἱκετήρια, Ἰων. -ίη, (ἐξυπακουομ. τοῦ [[ῥάβδος]]), ἡ, [[κλάδος]] ἐλαίας ὃν ὁ [[ἱκέτης]] ἐκράτει ἐν τῇ χειρὶ ὡς [[σύμβολον]] τῆς καταστάσεως καὶ τῶν ἀξιώσεών του, λευκοστεφεῖς ἱκετηρίας Αἰσχύλ. Ἱκ. 192· ἱκετηρίην λαμβάνειν, φέρειν Ἡρόδ. 5. 51., 7. 141· ἱκετηρίην ἔχειν Ἀριστοφ. Πλ. 383· τιθέναι Ἀνδοκ. 15. 2.ἱκ. ἔθηκεν παρ’ ὑμῖν, ἱκέτευσεν ὑμᾶς Δημ. 262. 16, πρβλ. 703. 23· ὑπέρ τινος ἱκ. τιθέναι εἰς τὴν βουλὴν Αἰσχίν. 14. 41, πρβλ. 36. 11· ἱκ. καταθεῖναι Ἀνδοκ. 15. 1· θέσθαι Ἀριστ. Ἀποσπ. 394· προβάλλεσθαι Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 3. 26· οὕτω, κλάδοι ἱκτήριοι Σοφ. Ο. Τ. 3· - [[ὡσαύτως]], κατὰ ἰσχυρὰν μεταφοράν, ἱκετηρίαν δὲ γόνασιν [[ἐξάπτω]] [[σέθεν]] τὸ [[σῶμα]] [[τοὐμόν]], [[ἔνθα]] ὁ [[ἱκέτης]] παριστᾷ ἑαυτὸν ὡς κλάδον ἐλαίας, Εὐρ. Ι. Α. 1216· οὕτω νομίζετε τὸν παῖδα τοῦτον ἱκετηρίαν προκεῖσθαι Δημ. 1078. 26. 2) [[ἱκεσία]], Ἰσοκρ. 186D (διάφ. γραφ. ἱκετείας), Πολύβ. 3. 112, 8, Ἡλιόδ. 7. 7. | |lstext='''ἱκετήριος''': συγκεκομ. [[ἱκτήριος]], -α, -ον, ὡς ἐπίθ. μόνον ἐν τῷ δευτέρῳ τύπῳ· ([[ἱκέτης]])· - [[ἱκτήριος]] [[θησαυρός]], ἐπὶ [[κόμης]] προσφερομένης εἰς νεκρόν, Σοφ. Αἴ. 1175· ἱκτήριοι ἱκέται ὁ αὐτ. ἐν Ο. Τ. 327· φωτῶν ἱκτήρια = φῶτας ἱκτήριους ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 923. ΙΙ. ἱκετήρια, Ἰων. -ίη, (ἐξυπακουομ. τοῦ [[ῥάβδος]]), ἡ, [[κλάδος]] ἐλαίας ὃν ὁ [[ἱκέτης]] ἐκράτει ἐν τῇ χειρὶ ὡς [[σύμβολον]] τῆς καταστάσεως καὶ τῶν ἀξιώσεών του, λευκοστεφεῖς ἱκετηρίας Αἰσχύλ. Ἱκ. 192· ἱκετηρίην λαμβάνειν, φέρειν Ἡρόδ. 5. 51., 7. 141· ἱκετηρίην ἔχειν Ἀριστοφ. Πλ. 383· τιθέναι Ἀνδοκ. 15. 2.ἱκ. ἔθηκεν παρ’ ὑμῖν, ἱκέτευσεν ὑμᾶς Δημ. 262. 16, πρβλ. 703. 23· ὑπέρ τινος ἱκ. τιθέναι εἰς τὴν βουλὴν Αἰσχίν. 14. 41, πρβλ. 36. 11· ἱκ. καταθεῖναι Ἀνδοκ. 15. 1· θέσθαι Ἀριστ. Ἀποσπ. 394· προβάλλεσθαι Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 3. 26· οὕτω, κλάδοι ἱκτήριοι Σοφ. Ο. Τ. 3· - [[ὡσαύτως]], κατὰ ἰσχυρὰν μεταφοράν, ἱκετηρίαν δὲ γόνασιν [[ἐξάπτω]] [[σέθεν]] τὸ [[σῶμα]] [[τοὐμόν]], [[ἔνθα]] ὁ [[ἱκέτης]] παριστᾷ ἑαυτὸν ὡς κλάδον ἐλαίας, Εὐρ. Ι. Α. 1216· οὕτω νομίζετε τὸν παῖδα τοῦτον ἱκετηρίαν προκεῖσθαι Δημ. 1078. 26. 2) [[ἱκεσία]], Ἰσοκρ. 186D (διάφ. γραφ. ἱκετείας), Πολύβ. 3. 112, 8, Ἡλιόδ. 7. 7. | ||
}} | }} | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
Line 24: | Line 24: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[ἱκέτης]]<br /><b class="num">I.</b> of or fit for suppliants, ἱκτ. [[θησαυρός]], of [[hair]] offered to a god, Soph.; ἱκτήριοι = ἱκέται, Soph.<br /><b class="num">II.</b> [[ἱκετηρία]], ionic -ίη, (sub. ῥάβδοσ), an [[olive]]-[[branch]] [[which]] the [[suppliant]] held as a [[symbol]] of his [[condition]], Hdt., Ar., etc.; so, κλάδοι ἱκτήριοι Soph.:—metaph., ἱκετηρίαν δὲ γόνασιν [[ἐξάπτω]] [[σέθεν]] τὸ [[σῶμα]] [[τοὐμόν]] I [[attach]] my [[body]] to thy knees as a [[suppliant]] [[olive]]-[[branch]], Eur.; so, νομίζετε τὸν παῖδα ἱκτηρίαν προκεῖσθαι Dem. | |mdlsjtxt=[[ἱκέτης]]<br /><b class="num">I.</b> of or fit for suppliants, ἱκτ. [[θησαυρός]], of [[hair]] offered to a god, Soph.; ἱκτήριοι = ἱκέται, Soph.<br /><b class="num">II.</b> [[ἱκετηρία]], ionic -ίη, (sub. ῥάβδοσ), an [[olive]]-[[branch]] [[which]] the [[suppliant]] held as a [[symbol]] of his [[condition]], Hdt., Ar., etc.; so, κλάδοι ἱκτήριοι Soph.:—metaph., ἱκετηρίαν δὲ γόνασιν [[ἐξάπτω]] [[σέθεν]] τὸ [[σῶμα]] [[τοὐμόν]] I [[attach]] my [[body]] to thy knees as a [[suppliant]] [[olive]]-[[branch]], Eur.; so, νομίζετε τὸν παῖδα ἱκτηρίαν προκεῖσθαι Dem. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=(vgl. [[ἱκτήρ]] und [[ἱκτήριος]]), <i>zum Schutzflehenden [[gehörig]], ihn [[betreffend]]</i>, wohl nur im kom., ἱκετηρίαν γόνασιν [[ἐξάπτω]] [[σέθεν]] τὸ [[σῶμα]] ἐμόν, [[fußfällig]] flehe ich, Eur. <i>I.A</i>. 1216; gew. ἡ [[ἱκετηρία]], ''[[sc.]]'' [[ἐλαία]] oder [[ῥάβδος]], <i>der [[Ölzweig]], den der [[Schutzflehende]] in den Händen hält</i>, λευκοστεφεῖς ἱκετηρίας Aesch. <i>Suppl</i>. 189; ἱκετηρίαν ἔχειν Ar. <i>Plut</i>. 383; ἱκετηρίην [[λαβών]] Her. 5.51; ἱκετηρίας τάσδε ἥκομεν φέροντες 7.141; bes. ἱκετηρίαν [[θεῖναι]], <i>als Schutzflehender [[erscheinen]] und den [[Ölzweig]] [[niederlegen]]</i>, überhaupt <i>[[anflehen]]</i>, Andoc. 1.110 ff.; παρά τινι, Dem. 24.12, 53, der [[sogar]] sagt νομίζετε τὸν παῖδα τοῦτον ἱκετηρίαν [[ὑμῖν]] προκεῖσθαι [[ὑπὲρ]] τῶν τετελευτηκότων, 43.83, daß er euch anflehe im [[Namen]] der [[Toten]]; ὑπέρ τινος ἐν τῷ δήμῳ Aesch. 2.15, wie εἰς τὴν βουλήν 1.104; auch [[καταθεῖναι]] und ἔχειν, Din. 1.18; προβάλλεσθαι, Ael. <i>V.H</i>. 3.26; πέμπειν, Plut. <i>Pomp</i>. 28; bei Isocr. 8.138 hat Bekker für πολλὰς ἱκετηρίας καὶ δεήσεις ποιούμενοι nach einem ms. ἱκετείας [[geschrieben]]; vgl. Pol. 3.112 θυσίαι καὶ [[θεῶν]] ἱκετηρίαι καὶ δεήσεις [[ἐπεῖχον]] τὴν πόλιν. | |||
}} | }} |