3,277,169
edits
(6_9) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(23 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=katochi | |Transliteration C=katochi | ||
|Beta Code=katoxh/ | |Beta Code=katoxh/ | ||
|Definition=ἡ, (κατέχω) < | |Definition=ἡ, ([[κατέχω]])<br><span class="bld">A</span> [[holding fast]], [[detention]], τινὸς ἐν Σούσοισι [[Herodotus|Hdt.]]5.35; of [[detention]] by the god in the Sarapeum, ''UPZ''5.3, 59.8, al. (ii B.C.), cf. Man. 1.239 (pl.); [[arrest]], PAmh.2.80.9 (iii A.D.), ''Cod.Just.''1.4.22.1; ἡ πρὸς τὸ χρέος κ. ''PSI''4.282.28 (ii A.D.).<br><span class="bld">2</span> [[hindrance]], [[delay]], ἀνείρξεις καὶ κ. Plu.2.584e, cf. Vett. Val.43.17.<br><span class="bld">3</span> [[retention]], <b class="b3">τοῦ πνεύματος</b> [[holding]] the breath, Gal.6.161, Alex.Aphr.''Pr.''1.47; [[retention]] of waste products, Gal.8.440.<br><span class="bld">4</span> [[retention]] in memory, Corn.''ND''14; μνήμη καὶ κ. Plot.4.3.29: pl., τὰς μνήμας κ. μαθημάτων καὶ αἰσθήσεων εἶναι Id.4.6.1.<br><span class="bld">5</span> [[sequestration]] of property, ἐν κ. ''PTeb.''143 (ii B.C.), cf. ''PRyl.'' 174.23 (ii A.D.), etc.; [[lien]], [[charge]], καθαρὸς ἀπὸ πάσης κ. ''[[Oxyrhynchus Papyri|POxy.]]''483.26 (ii A.D.), etc.<br><span class="bld">II</span> [[possession]], Sm.''Ca.''8.11; ἐν κ. ποιεῖσθαι Men. Prot.p.30 D.; = Lat. [[lonorum possessio]], ''BGU''140.24 (ii A.D.); [[mental grasp]], κοινῶν τινων Phld.''Rh.''1.71 S.<br><span class="bld">2</span> [[possession by a spirit]], [[inspiration]], κ. καὶ ἐνθουσιασμοί Plu.''Alex.''2; πάντα ἐν τῇ κ. ἀληθεύειν Arr. ''An.''4.13.5.<br><span class="bld">3</span> [[catalepsy]], Gal.9.189, 10.932; <b class="b3">κ. τῶν ἄοθρων</b> [[stiffness]], Asclep. ap. eund.13.967. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1405.png Seite 1405]] ἡ, 1) das Festhalten, Zurückhalten, Her. 5, 35 u. Sp., = [[κάθεξις]]. Neben [[ἄνειρξις]] im plur., Plut. gen. Socr. 15 M. – 2) das Innehaben, in Besitz Nehmen, Sp. – 3) der Zustand des von einer Gottheit Besessenen, Begeisterung, Verzückung; neben [[ἐνθουσιασμός]] Plut. Alex. 2; πάντα ἐν τῇ κατοχῇ ἀληθεύειν, wahr prophezeien, Arr. An. 4, 13, 10. – 4) bei den Aerzten eine Krankheit, Starrsucht, Schlafsucht mit offenen Augen, Galen. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1405.png Seite 1405]] ἡ, 1) das Festhalten, Zurückhalten, Her. 5, 35 u. Sp., = [[κάθεξις]]. Neben [[ἄνειρξις]] im plur., Plut. gen. Socr. 15 M. – 2) das Innehaben, in Besitz Nehmen, Sp. – 3) der Zustand des von einer Gottheit Besessenen, Begeisterung, Verzückung; neben [[ἐνθουσιασμός]] Plut. Alex. 2; πάντα ἐν τῇ κατοχῇ ἀληθεύειν, wahr prophezeien, Arr. An. 4, 13, 10. – 4) bei den Aerzten eine Krankheit, Starrsucht, Schlafsucht mit offenen Augen, Galen. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>1</b> action de retenir, gén. ; αἱ κατοχαί empêchements, obstacles;<br /><b>2</b> [[possession par la divinité]] ; inspiration, délire divin.<br />'''Étymologie:''' [[κατέχω]]. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κατοχή -ῆς, ἡ [κατέχω] gevangenhouding. bezetenheid, extase. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κατοχή:''' ἡ (= [[κατοκωχή]])<br /><b class="num">1</b> [[задержание]], [[арест]] (τοῦ Ἱστιαίου Her.);<br /><b class="num">2</b> [[помеха]], [[задержка]] (ἀνείρξεις καὶ κατοχαί Plut.);<br /><b class="num">3</b> [[одержимость]], [[исступление]] (κατοχαὶ καὶ ἐνθουσιασμοί Plut.). | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ἡ (ΑΜ [[κατοχή]]) [[κατέχω]]<br />το να έχει [[κάποιος]] [[κάτι]] στην [[εξουσία]] του, το να [[είναι]] [[κάποιος]] [[κύριος]] ενός πράγματος, η [[κτήση]], η [[κυριότητα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(νομ.)</b> η [[φυσική]] [[εξουσία]] ενός προσώπου σε ένα [[αντικείμενο]] η οποία [[είναι]] άσχετη με το [[δικαίωμα]] κυριότητας<br /><b>2.</b> η [[κατά]] τη χρονική περίοδο 1941-1944 [[υποδούλωση]] της Ελλάδας από τις δυνάμεις του Άξονα («στην [[κατοχή]] πεινάσαμε πολύ»)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />η [[κατάληψη]] μιας χώρας με πολεμικές επιχειρήσεις και η προσωρινή υποδούλωσή της<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[παρεμπόδιση]], [[περιορισμός]] («συμφορήν ποιεύμενος μεγάλην τὴν ἑωυτοῦ κατοχὴν τὴν ἐν Σούσοισι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[φυλάκιση]]<br /><b>3.</b> [[κώλυμα]], [[εμπόδιο]] («ἀνείρξεις καὶ κατοχαί», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>4.</b> [[επίσχεση]], [[κράτημα]] («[[κατοχή]] τοῦ πνεύματος» — το [[κράτημα]] της αναπνοής, <b>Γαλ.</b>)<br /><b>5.</b> [[συγκράτηση]] στη [[μνήμη]] («τὰς μνήμας κατοχὰς μαθημάτων καὶ αἰσθήσεων [[εἶναι]]», Πλωτίν.)<br /><b>6.</b> [[παρακράτηση]] ενός πράγματος<br /><b>7.</b> [[κατανόηση]] («[[κατοχή]] κοινῶν τινων», Φιλόδ.)<br /><b>8.</b> το να κατέχεται [[κάποιος]] από κάποια [[θεότητα]], [[έμπνευση]] («ἑτέρων ζηλώσασα τὰς κατοχάς καὶ τοὺς ἐνθουσιασμοὺς ἐξάγουσα», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>9.</b> [[είδος]] νόσου, η [[καταληψία]]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κατοχή:''' ἡ ([[κατέχω]]),<br /><b class="num">I.</b> [[κράτηση]], [[συγκράτηση]], [[περιορισμός]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> [[κατάληψη]] από [[πνεύμα]], [[έμπνευση]], σε Πλούτ. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κατοχή''': ἡ, ([[κατέχω]]), τὸ κατέχειν τινά, [[κράτησις]], συγκράτησις, [[περιορισμός]], τινος ἐν Σούσοισι Ἡρόδ. 5. 35· ἡ κ. τοῦ πνεύματος λύει τὸν λυγμόν, ἡ [[κράτησις]] τῆς ἀναπνοῆς (ὁ Ἀριστοτ. [[κάθεξις]] τοῦ πνεύματος), Ἀλέξ. Ἀφροδ.· ἀνείρξεις καὶ κ., ἄδειαι καὶ ἐμπόδια, Πλούτ. 2. 584Ε. ΙΙ. [[κτῆσις]], Juris C. 2) τὸ κατέχεσθαι ὑπὸ πνεύματός τινος, [[ἔμπνευσις]], Πλουτ. Ἀλέξ. 2· πάντα ἐν τῇ κατ. ἀληθεύουσα ἐφαίνετο Ἀρρ. Ἀν. 4. 13, 5· ἴδε [[κατοκωχή]]. 3) «καταληψία, καταφορὰς βαρείας ἐργάζεται, ἃς ὀνομάζομεν ἀποπληξίας καὶ κάρους καὶ κατοχάς· ἡ δὲ κατοχὴ [[ἀναισθησία]] ψυχῆς | |lstext='''κατοχή''': ἡ, ([[κατέχω]]), τὸ κατέχειν τινά, [[κράτησις]], συγκράτησις, [[περιορισμός]], τινος ἐν Σούσοισι Ἡρόδ. 5. 35· ἡ κ. τοῦ πνεύματος λύει τὸν λυγμόν, ἡ [[κράτησις]] τῆς ἀναπνοῆς (ὁ Ἀριστοτ. [[κάθεξις]] τοῦ πνεύματος), Ἀλέξ. Ἀφροδ.· ἀνείρξεις καὶ κ., ἄδειαι καὶ ἐμπόδια, Πλούτ. 2. 584Ε. ΙΙ. [[κτῆσις]], Juris C. 2) τὸ κατέχεσθαι ὑπὸ πνεύματός τινος, [[ἔμπνευσις]], Πλουτ. Ἀλέξ. 2· πάντα ἐν τῇ κατ. ἀληθεύουσα ἐφαίνετο Ἀρρ. Ἀν. 4. 13, 5· ἴδε [[κατοκωχή]]. 3) «καταληψία, καταφορὰς βαρείας ἐργάζεται, ἃς ὀνομάζομεν ἀποπληξίας καὶ κάρους καὶ κατοχάς· ἡ δὲ κατοχὴ [[ἀναισθησία]] ψυχῆς μετὰ πήξεως τοῦ παντὸς σώματος· ὁ δὲ [[κάτοχος]] εἶνε τριῶν εἰδῶν, [[ὑπνώδης]], ἐγρηγορώς, φρενιτικὸς» Γαλην. 10. 314, πρβλ. [[κατάληψις]], [[κάτοχος]] ΙΙΙ. 2. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[κατοχή]], ἡ, [[κατέχω]]<br /><b class="num">I.</b> a holding [[fast]], [[detention]], Hdt.<br /><b class="num">II.</b> [[possession]] by a [[spirit]], inspiration, Plut. | |||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=Ἀπό τό [[κατέχω]] → [[κατά]] + [[ἔχω]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. | |||
}} | }} |