τόρνος: Difference between revisions

m
LSJ1 replacement
mNo edit summary
m (LSJ1 replacement)
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=tornos
|Transliteration C=tornos
|Beta Code=to/rnos
|Beta Code=to/rnos
|Definition=ὁ,<br><span class="bld">A</span> [[carpenter's tool for drawing a circle]], like our [[compass]]es, prob. a [[pin]] at the end of a [[string]], Lat. [[tornus]] (Plin.HN7.198), Thgn.805; κυκλοτερὴς ὡς ἀπὸ τόρνου (of the representation of the earth in early maps) Hdt.4.36; τροχὸς τόρνῳ γραφόμενος E.Ba.1067 (perhaps in signf. ''ΙΙ''); [[κύκλος]] τις ὡς τόρνοισιν ἐκμετρούμενος Id.Fr.382.3.<br><span class="bld">2</span> κύκλου τ. the [[centre]] of a circle, X.Vect.1.6.<br><span class="bld">II</span> [[turning-lathe]], βόμβυκας τόρνου [[κάματος|κάματον]] A.Fr.57.3 (anap.); καθάπερ τῆς ἐν τόρνῳ κυκλοφορουμένης σφαίρας = as of a [[ball]] being turned in a [[lathe]], Arist. Mu.391b22; τὰ τοῖς τόρνοις γιγνόμενα ἐπίπεδά τε καὶ στερεά Pl. Phlb.51c, cf. 56c; ὁ Ἰουδαϊκὸς [[λίθος]] . . ἔχων γραμμὰς παραλλήλους ὡς ἀπὸ τόρνου = the Jewish stone, which has [[parallel]] [[line]]s as if it had been worked on a [[lathe]] Dsc.5.137; [[meta]]e . . ex [[torno]] ita perfectae, ut alia in aliam [[ineo|inire]] convenireque possit = cones . . turned on a [[lathe]] so that one will go into the other and [[fit]] it [[perfectly]], Vitr.9.8.6, cf. 10.7.3; [[ἄξων]] ἀπὸ τόρνου εἰργασμένος Hero Spir.1.16, cf. Aut.11.2.<br><span class="bld">III</span> [[that which is turned]], [[circle]], [[round]], D.P.157.
|Definition=ὁ,<br><span class="bld">A</span> [[carpenter's tool for drawing a circle]], like our [[compass]]es, prob. a [[pin]] at the end of a [[string]], Lat. [[tornus]] (Plin.HN7.198), Thgn.805; κυκλοτερὴς ὡς ἀπὸ τόρνου (of the representation of the earth in early maps) [[Herodotus|Hdt.]]4.36; τροχὸς τόρνῳ γραφόμενος E.Ba.1067 (perhaps in signf. ''ΙΙ''); [[κύκλος]] τις ὡς τόρνοισιν ἐκμετρούμενος Id.Fr.382.3.<br><span class="bld">2</span> κύκλου τ. the [[centre]] of a circle, X.Vect.1.6.<br><span class="bld">II</span> [[turning-lathe]], βόμβυκας τόρνου [[κάματος|κάματον]] A.Fr.57.3 (anap.); καθάπερ τῆς ἐν τόρνῳ κυκλοφορουμένης σφαίρας = as of a [[ball]] being turned in a [[lathe]], Arist. Mu.391b22; τὰ τοῖς τόρνοις γιγνόμενα ἐπίπεδά τε καὶ στερεά Pl. Phlb.51c, cf. 56c; ὁ Ἰουδαϊκὸς [[λίθος]] . . ἔχων γραμμὰς παραλλήλους ὡς ἀπὸ τόρνου = the Jewish stone, which has [[parallel]] [[line]]s as if it had been worked on a [[lathe]] Dsc.5.137; [[meta]]e . . ex [[torno]] ita perfectae, ut alia in aliam [[ineo|inire]] convenireque possit = cones . . turned on a [[lathe]] so that one will go into the other and [[fit]] it [[perfectly]], Vitr.9.8.6, cf. 10.7.3; [[ἄξων]] ἀπὸ τόρνου εἰργασμένος Hero Spir.1.16, cf. Aut.11.2.<br><span class="bld">III</span> [[that which is turned]], [[circle]], [[round]], D.P.157.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''τόρνος:''' ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[циркуль]] Her., Eur., Plat.;<br /><b class="num">2)</b> [[токарный станок]] Aesch.
|elrutext='''τόρνος:''' ὁ<br /><b class="num">1</b> [[циркуль]] Her., Eur., Plat.;<br /><b class="num">2</b> [[токарный станок]] Aesch.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, ΝΜΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(μηχανολ.)</b> βασική εργαλειομηχανή που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για [[ποικιλία]] [[εργασιών]] τόρνευσης, μετωπικής κατεργασίας και διάτρησης<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[εργαλείο]] τών ξυλουργών, τών γλυπτών και τών οικοδόμων, ανάλογο με τον σημερινό διαβήτη («[[κύκλος]] τις ὡς τόρνοισιν ἐκμετρούμενος», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το σιδερένιο [[εργαλείο]] του τορνευτή («[[ἄξων]] ἀπὸ τόρνου εἰργασμένος», Ήρων)<br /><b>2.</b> [[κάθε]] [[προϊόν]] κατασκευασμένο με το [[εργαλείο]] αυτό<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «κύκλου [[τόρνος]]» — το [[κέντρο]] του κύκλου (<b>Ξεν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τεχνικός όρος της ξυλουργικής, ο [[οποίος]] έχει σχηματιστεί από την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] της ΙΕ ρίζας <i>ter</i>- «[[διατρυπώ]], [[τρίβω]], [[τρίβω]] κάνοντας κυκλικές, περιστροφικές κινήσεις, [[στρέφω]], [[γυρίζω]]» του ρ. [[τείρω]] (<b>πρβλ.</b> απρμφ. αορ. <i>τορεῖν</i>) με [[επίθημα]] -<i>νος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>θρᾶ</i>-<i>νος</i>). Η λ. [[τόρνος]] και τα παράγωγά της συγχέονται ορισμένες φορές με τους συγγενείς μορφολογικώς τ. που προέρχονται από τη λ. [[τόρος]] (<b>πρβλ.</b> [[τορεύω]] - [[τορνεύω]]). Τη λ. δανείστηκε η Λατινική (<b>πρβλ.</b> λατ. <i>tornus</i>) και στη [[συνέχεια]] η Γαλλική (<b>πρβλ.</b> γαλλ. <i>tour</i>)].
|mltxt=ο, ΝΜΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(μηχανολ.)</b> βασική εργαλειομηχανή που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για [[ποικιλία]] [[εργασιών]] τόρνευσης, μετωπικής κατεργασίας και διάτρησης<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[εργαλείο]] τών ξυλουργών, τών γλυπτών και τών οικοδόμων, ανάλογο με τον σημερινό διαβήτη («[[κύκλος]] τις ὡς τόρνοισιν ἐκμετρούμενος», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το σιδερένιο [[εργαλείο]] του τορνευτή («[[ἄξων]] ἀπὸ τόρνου εἰργασμένος», Ήρων)<br /><b>2.</b> [[κάθε]] [[προϊόν]] κατασκευασμένο με το [[εργαλείο]] αυτό<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «κύκλου [[τόρνος]]» — το [[κέντρο]] του κύκλου (<b>Ξεν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τεχνικός όρος της ξυλουργικής, ο [[οποίος]] έχει σχηματιστεί από την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] της ΙΕ ρίζας <i>ter</i>- «[[διατρυπώ]], [[τρίβω]], [[τρίβω]] κάνοντας κυκλικές, περιστροφικές κινήσεις, [[στρέφω]], [[γυρίζω]]» του ρ. [[τείρω]] (<b>πρβλ.</b> απρμφ. αορ. <i>τορεῖν</i>) με [[επίθημα]] -<i>νος</i> ([[πρβλ]]. [[θρᾶνος]]). Η λ. [[τόρνος]] και τα παράγωγά της συγχέονται ορισμένες φορές με τους συγγενείς μορφολογικώς τ. που προέρχονται από τη λ. [[τόρος]] (<b>πρβλ.</b> [[τορεύω]] - [[τορνεύω]]). Τη λ. δανείστηκε η Λατινική (<b>πρβλ.</b> λατ. <i>tornus</i>) και στη [[συνέχεια]] η Γαλλική (<b>πρβλ.</b> γαλλ. <i>tour</i>)].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
Line 35: Line 35:
}}
}}
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=(=τρυπάνι). Ἀπό τό [[τείρω]]. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: [[τορνεύω]], [[τορνεία]], [[τόρνευμα]], [[τόρνευσις]], [[ἀποτόρνευσις]], [[τορνευτήριον]], [[τορνευτής]], [[τορνευτικός]], [[τορνευτός]], τορνοῦμαι (=χαράζω μέ τόν τόρνο).
|mantxt=(=[[τρυπάνι]]). Ἀπό τό [[τείρω]]. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: [[τορνεύω]], [[τορνεία]], [[τόρνευμα]], [[τόρνευσις]], [[ἀποτόρνευσις]], [[τορνευτήριον]], [[τορνευτής]], [[τορνευτικός]], [[τορνευτός]], τορνοῦμαι (=χαράζω μέ τόν τόρνο).
}}
}}
{{trml
{{trml
|trtx====[[lathe]]===
|trtx====[[lathe]]===
Arabic: مِخْرَطَة‎; Egyptian Arabic: مخرطة‎; Armenian: խառատահաստոց; Azerbaijani: tornaçı dəzgahı, tokar dəzgahı; Belarusian: станок, варштат, такарны станок, такарны варштат; Bulgarian: струг; Catalan: torn; Chinese Mandarin: 車床, 车床, 鏇床, 镟床; Crimean Tatar: torna; Czech: soustruh; Danish: drejebænk; Dutch: [[draaibank]]; Esperanto: tornomaŝino; Finnish: sorvi; French: [[tour]]; Galician: torno; German: [[Drechselbank]], [[Drehbank]], [[Drehmaschine]], [[Drehstuhl]], [[Holzdrehmaschine]]; Ancient Greek: [[τόρνος]]; Hebrew: מַחְרֵטָה‎; Hindi: खराद; Hungarian: esztergapad; Icelandic: rennibekkur; Irish: deil; Italian: [[tornio]]; Japanese: 旋盤, レース; Korean: 선반(旋盤); Latgalian: taca; Latin: [[tornus]]; Latvian: virpa; Luxembourgish: Dréibänk; Macedonian: струг, дребунг; Maori: hurimau, mihīni hurimau, paetārai; Norwegian Bokmål: dreiebenk; Nynorsk: dreiebenk; Plautdietsch: Dreibenkj; Polish: tokarka; Portuguese: [[torno]]; Romanian: strung; Russian: [[токарный станок]], [[станок]]; Serbo-Croatian Roman: strugalica, strug; Slovene: stružnica; Spanish: [[torno]]; Swedish: svarv, svarvstol; Thai: เครื่องกลึง; Tibetan: དཀྲུག་འཁོར; Turkish: torna; Ukrainian: токарний станок, токарний верстат, токарня, станок, верстат; Welsh: turn
Arabic: مِخْرَطَة‎; Egyptian Arabic: مخرطة‎; Armenian: խառատահաստոց; Azerbaijani: tornaçı dəzgahı, tokar dəzgahı; Belarusian: станок, варштат, такарны станок, такарны варштат; Bulgarian: струг; Catalan: torn; Chinese Mandarin: 車床, 车床, 鏇床, 镟床; Crimean Tatar: torna; Czech: soustruh; Danish: drejebænk; Dutch: [[draaibank]]; Esperanto: tornomaŝino; Finnish: sorvi; French: [[tour]]; Galician: torno; German: [[Drechselbank]], [[Drehbank]], [[Drehmaschine]], [[Drehstuhl]], [[Holzdrehmaschine]]; Ancient Greek: [[τόρνος]], [[δῖνος]], [[ἀνέμη]]; Hebrew: מַחְרֵטָה‎; Hindi: खराद; Hungarian: esztergapad; Icelandic: rennibekkur; Irish: deil; Italian: [[tornio]]; Japanese: 旋盤, レース; Korean: 선반(旋盤); Latgalian: taca; Latin: [[tornus]]; Latvian: virpa; Luxembourgish: Dréibänk; Macedonian: струг, дребунг; Maori: hurimau, mihīni hurimau, paetārai; Norwegian Bokmål: dreiebenk; Nynorsk: dreiebenk; Plautdietsch: Dreibenkj; Polish: tokarka; Portuguese: [[torno]]; Romanian: strung; Russian: [[токарный станок]], [[станок]]; Serbo-Croatian Roman: strugalica, strug; Slovene: stružnica; Spanish: [[torno]]; Swedish: svarv, svarvstol; Thai: เครื่องกลึง; Tibetan: དཀྲུག་འཁོར; Turkish: torna; Ukrainian: токарний станок, токарний верстат, токарня, станок, верстат; Welsh: turn
}}
}}