3,277,172
edits
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$2$3") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=tornos | |Transliteration C=tornos | ||
|Beta Code=to/rnos | |Beta Code=to/rnos | ||
|Definition=ὁ,<br><span class="bld">A</span> [[carpenter's tool for drawing a circle]], like our [[compass]]es, prob. a [[pin]] at the end of a [[string]], Lat. [[tornus]] (Plin.HN7.198), Thgn.805; κυκλοτερὴς ὡς ἀπὸ τόρνου (of the representation of the earth in early maps) Hdt.4.36; τροχὸς τόρνῳ γραφόμενος E.Ba.1067 (perhaps in signf. ''ΙΙ''); [[κύκλος]] τις ὡς τόρνοισιν ἐκμετρούμενος Id.Fr.382.3.<br><span class="bld">2</span> κύκλου τ. the [[centre]] of a circle, X.Vect.1.6.<br><span class="bld">II</span> [[turning-lathe]], βόμβυκας τόρνου [[κάματος|κάματον]] A.Fr.57.3 (anap.); καθάπερ τῆς ἐν τόρνῳ κυκλοφορουμένης σφαίρας = as of a [[ball]] being turned in a [[lathe]], Arist. Mu.391b22; τὰ τοῖς τόρνοις γιγνόμενα ἐπίπεδά τε καὶ στερεά Pl. Phlb.51c, cf. 56c; ὁ Ἰουδαϊκὸς [[λίθος]] . . ἔχων γραμμὰς παραλλήλους ὡς ἀπὸ τόρνου = the Jewish stone, which has [[parallel]] [[line]]s as if it had been worked on a [[lathe]] Dsc.5.137; [[meta]]e . . ex [[torno]] ita perfectae, ut alia in aliam [[ineo|inire]] convenireque possit = cones . . turned on a [[lathe]] so that one will go into the other and [[fit]] it [[perfectly]], Vitr.9.8.6, cf. 10.7.3; [[ἄξων]] ἀπὸ τόρνου εἰργασμένος Hero Spir.1.16, cf. Aut.11.2.<br><span class="bld">III</span> [[that which is turned]], [[circle]], [[round]], D.P.157. | |Definition=ὁ,<br><span class="bld">A</span> [[carpenter's tool for drawing a circle]], like our [[compass]]es, prob. a [[pin]] at the end of a [[string]], Lat. [[tornus]] (Plin.HN7.198), Thgn.805; κυκλοτερὴς ὡς ἀπὸ τόρνου (of the representation of the earth in early maps) [[Herodotus|Hdt.]]4.36; τροχὸς τόρνῳ γραφόμενος E.Ba.1067 (perhaps in signf. ''ΙΙ''); [[κύκλος]] τις ὡς τόρνοισιν ἐκμετρούμενος Id.Fr.382.3.<br><span class="bld">2</span> κύκλου τ. the [[centre]] of a circle, X.Vect.1.6.<br><span class="bld">II</span> [[turning-lathe]], βόμβυκας τόρνου [[κάματος|κάματον]] A.Fr.57.3 (anap.); καθάπερ τῆς ἐν τόρνῳ κυκλοφορουμένης σφαίρας = as of a [[ball]] being turned in a [[lathe]], Arist. Mu.391b22; τὰ τοῖς τόρνοις γιγνόμενα ἐπίπεδά τε καὶ στερεά Pl. Phlb.51c, cf. 56c; ὁ Ἰουδαϊκὸς [[λίθος]] . . ἔχων γραμμὰς παραλλήλους ὡς ἀπὸ τόρνου = the Jewish stone, which has [[parallel]] [[line]]s as if it had been worked on a [[lathe]] Dsc.5.137; [[meta]]e . . ex [[torno]] ita perfectae, ut alia in aliam [[ineo|inire]] convenireque possit = cones . . turned on a [[lathe]] so that one will go into the other and [[fit]] it [[perfectly]], Vitr.9.8.6, cf. 10.7.3; [[ἄξων]] ἀπὸ τόρνου εἰργασμένος Hero Spir.1.16, cf. Aut.11.2.<br><span class="bld">III</span> [[that which is turned]], [[circle]], [[round]], D.P.157. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, ΝΜΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(μηχανολ.)</b> βασική εργαλειομηχανή που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για [[ποικιλία]] [[εργασιών]] τόρνευσης, μετωπικής κατεργασίας και διάτρησης<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[εργαλείο]] τών ξυλουργών, τών γλυπτών και τών οικοδόμων, ανάλογο με τον σημερινό διαβήτη («[[κύκλος]] τις ὡς τόρνοισιν ἐκμετρούμενος», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το σιδερένιο [[εργαλείο]] του τορνευτή («[[ἄξων]] ἀπὸ τόρνου εἰργασμένος», Ήρων)<br /><b>2.</b> [[κάθε]] [[προϊόν]] κατασκευασμένο με το [[εργαλείο]] αυτό<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «κύκλου [[τόρνος]]» — το [[κέντρο]] του κύκλου (<b>Ξεν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τεχνικός όρος της ξυλουργικής, ο [[οποίος]] έχει σχηματιστεί από την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] της ΙΕ ρίζας <i>ter</i>- «[[διατρυπώ]], [[τρίβω]], [[τρίβω]] κάνοντας κυκλικές, περιστροφικές κινήσεις, [[στρέφω]], [[γυρίζω]]» του ρ. [[τείρω]] (<b>πρβλ.</b> απρμφ. αορ. <i>τορεῖν</i>) με [[επίθημα]] -<i>νος</i> ( | |mltxt=ο, ΝΜΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(μηχανολ.)</b> βασική εργαλειομηχανή που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για [[ποικιλία]] [[εργασιών]] τόρνευσης, μετωπικής κατεργασίας και διάτρησης<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[εργαλείο]] τών ξυλουργών, τών γλυπτών και τών οικοδόμων, ανάλογο με τον σημερινό διαβήτη («[[κύκλος]] τις ὡς τόρνοισιν ἐκμετρούμενος», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το σιδερένιο [[εργαλείο]] του τορνευτή («[[ἄξων]] ἀπὸ τόρνου εἰργασμένος», Ήρων)<br /><b>2.</b> [[κάθε]] [[προϊόν]] κατασκευασμένο με το [[εργαλείο]] αυτό<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «κύκλου [[τόρνος]]» — το [[κέντρο]] του κύκλου (<b>Ξεν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τεχνικός όρος της ξυλουργικής, ο [[οποίος]] έχει σχηματιστεί από την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] της ΙΕ ρίζας <i>ter</i>- «[[διατρυπώ]], [[τρίβω]], [[τρίβω]] κάνοντας κυκλικές, περιστροφικές κινήσεις, [[στρέφω]], [[γυρίζω]]» του ρ. [[τείρω]] (<b>πρβλ.</b> απρμφ. αορ. <i>τορεῖν</i>) με [[επίθημα]] -<i>νος</i> ([[πρβλ]]. [[θρᾶνος]]). Η λ. [[τόρνος]] και τα παράγωγά της συγχέονται ορισμένες φορές με τους συγγενείς μορφολογικώς τ. που προέρχονται από τη λ. [[τόρος]] (<b>πρβλ.</b> [[τορεύω]] - [[τορνεύω]]). Τη λ. δανείστηκε η Λατινική (<b>πρβλ.</b> λατ. <i>tornus</i>) και στη [[συνέχεια]] η Γαλλική (<b>πρβλ.</b> γαλλ. <i>tour</i>)]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |