3,274,917
edits
(3) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(22 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=krotalon | |Transliteration C=krotalon | ||
|Beta Code=kro/talon | |Beta Code=kro/talon | ||
|Definition=τό, (κροτέω) in | |Definition=τό, ([[κροτέω]]) in plural,<br><span class="bld">A</span> [[clapper]], used in the worship of Cybele, ''h.Hom.''14.3, Pi.''Fr.''79, [[Herodotus|Hdt.]]2.60, Arist.''Mir.''839a1; of [[Dionysus]], E.''Hel.''1308 (lyr.), cf. ''Cyc.''205: generally, in dances, ''AP'' 5.174 (Mel.), 11.195 (Diosc.).<br><span class="bld">II</span> sg., metaph., of persons, '[[rattle]]', Ar.''Nu.''260, 448 (anap.); οἶδ' ἄνδρα, κρόταλον δριμύ E.''Cyc.''104.<br><span class="bld">III</span> a name for the [[narcissus]], Eumach. ap. Ath.15.681e.<br><span class="bld">IV</span> <b class="b3">κόρταλος σημαίνει τὸν κρότον τῆς ψυχῆς</b> ''EM'' post [[κορυθαίολος]] (cod. Voss.); [[κορτάλων]] is perhaps required by the metre in E.''Hyps.Fr.''1 ii 9 (lyr.). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (τό) :<br />[[cliquette]], [[castagnette]].<br />'''Étymologie:''' [[κρότος]]. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κρόταλον -ου, τό [κρότος] alleen plur. ratel, klepper (ter begeleiding van dansen):. αἱ μέν τινες τῶν γυναικῶν κρόταλα ἔχουσαι κροταλίζουσι sommige vrouwen klepperden met hun ratels Hdt. 2.60.1. sing. overdr. ratel, kletser:. κρόταλον δριμύ sluwe kletser Eur. Cycl. 104. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=τό, <i>[[Klapper]]</i>, nach <i>Schol. Ar. Nub</i>. 259 <i>ein gespaltenes Rohr</i>, κατασκευαζόμενον [[ἐπίτηδες]], ὥστε ἠχεῖν, εἴ τις δονοίη ταῖς [[χερσί]]; auch von Erz od. von [[Muschelschalen]] nach Eust.; z.B. κρόταλα χαλκοῦ [[neben]] τυμπάνων ἀράγματα Eur. <i>Cycl</i>. 204; Βρόμια <i>Hel</i>. 1324; Her. 2.60 von [[Frauen]] [[gespielt]]; vgl. [[δίσκος]]; χειροτυπὴς κροτάλων [[πάταγος]] Mel. 260 (V.175); vgl. auch Ath. IV.176 a.<br>übertragen, <i>Zungendrescher, [[Plappermaul]]</i>, Ar. <i>Nub</i>. 260, 448; auch adj., οἶδ' ἄνδρα [[κρόταλον]] Eur. <i>Cycl</i>. 404. – Nach Suid. auch masc. – Nach Eumach. bei Ath. XV.681e hieß auch <i>die Narcisse</i> so. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κρότᾰλον:''' τό<br /><b class="num">1</b> [[трещотка]], [[погремушка]] (κροτάλων [[ἰαχή]] HH и [[πάταγος]] Anth.);<br /><b class="num">2</b> pl. [[трещание]], [[грохот]] (χαλκοῦ Eur.; [[θόρυβος]] καὶ κ. Arst.);<br /><b class="num">3</b> перен. (тж. ἀνὴρ κ. Eur.) трещотка, неугомонный болтун Arph. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κρότᾰλον''': τό, ([[κρότος]], [[κροτέω]]) [[ὄργανον]] πρὸς κρότησιν, πεποιημένον ἐκ δύο τεμαχίων διεσχισμένου καλάμου, κεράμου ἢ μετάλλου συνηρμοσμένων δι’ ἁρμοῦ ἢ στρόφιγγος, ἐν χρήσει ἐν τῇ λατρείᾳ τῆς Κυβέλης, Ὕμ. Ὁμ. 13. 3, Ἡρόδ. 2. 60, Πινδ. Ἀποσπ. 48· ἢ τοῦ Διονύσου, Εὐρ. Ἑλ. 1308, πρβλ. Κύκλ. 205· ἢ [[καθόλου]] ἐν ταῖς ὀρχήσεσι, Ἀνθ. Π. 5. 175., 11. 195· ― ὁ πελαργὸς καλεῖται crotalistria ὑπὸ τοῦ Publ. Syr., ἐκ τοῦ κρότου ὃν ποιεῖ συγκροτῶν τὰς σιαγόνας τοῦ ῥάμφους του. ΙΙ. μεταφ., [[ἄνθρωπος]] [[ἀδολέσχης]], «ῥοδάνι», Ἀριστοφ. Νεφ. 260, 448· οἶδ’ ἄνδρα [[κρόταλον]] Εὐρ. Κύκλ. 104· πρβλ. [[κώδων]] Ι. 2. ΙΙΙ. [[ὄνομα]] τοῦ φυτοῦ ναρκίσσου, Εὐμάθ. παρ’ Ἀθην. 681Ε. | |lstext='''κρότᾰλον''': τό, ([[κρότος]], [[κροτέω]]) [[ὄργανον]] πρὸς κρότησιν, πεποιημένον ἐκ δύο τεμαχίων διεσχισμένου καλάμου, κεράμου ἢ μετάλλου συνηρμοσμένων δι’ ἁρμοῦ ἢ στρόφιγγος, ἐν χρήσει ἐν τῇ λατρείᾳ τῆς Κυβέλης, Ὕμ. Ὁμ. 13. 3, Ἡρόδ. 2. 60, Πινδ. Ἀποσπ. 48· ἢ τοῦ Διονύσου, Εὐρ. Ἑλ. 1308, πρβλ. Κύκλ. 205· ἢ [[καθόλου]] ἐν ταῖς ὀρχήσεσι, Ἀνθ. Π. 5. 175., 11. 195· ― ὁ πελαργὸς καλεῖται crotalistria ὑπὸ τοῦ Publ. Syr., ἐκ τοῦ κρότου ὃν ποιεῖ συγκροτῶν τὰς σιαγόνας τοῦ ῥάμφους του. ΙΙ. μεταφ., [[ἄνθρωπος]] [[ἀδολέσχης]], «ῥοδάνι», Ἀριστοφ. Νεφ. 260, 448· οἶδ’ ἄνδρα [[κρόταλον]] Εὐρ. Κύκλ. 104· πρβλ. [[κώδων]] Ι. 2. ΙΙΙ. [[ὄνομα]] τοῦ φυτοῦ ναρκίσσου, Εὐμάθ. παρ’ Ἀθην. 681Ε. | ||
}} | }} | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=[[κρόταλον]] | |sltr=[[κρόταλον]] castanet ἐν δὲ κέχλαδ[εν] κρόταλ' αἰθομένα τε [[δαὶς]] ὑπὸ ξανθαῖσι πεύκαις in the Dionysaic rites Δ. 2. 10. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κρότᾰλον:''' τό ([[κροτέω]]),<br /><b class="num">I.</b> [[κρόταλο]], [[καστανιέτα]], που χρησιμοποιούνταν για τη [[λατρεία]] της Κυβέλης ή του Διονύσου, σε Ηρόδ., Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ., [[άνθρωπος]] αδολεσχής, [[φλύαρος]], σε Αριστοφ. | |lsmtext='''κρότᾰλον:''' τό ([[κροτέω]]),<br /><b class="num">I.</b> [[κρόταλο]], [[καστανιέτα]], που χρησιμοποιούνταν για τη [[λατρεία]] της Κυβέλης ή του Διονύσου, σε Ηρόδ., Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ., [[άνθρωπος]] αδολεσχής, [[φλύαρος]], σε Αριστοφ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{mdlsj | ||
| | |mdlsjtxt=κρότᾰλον, ου, τό, [[κροτέω]]<br /><b class="num">I.</b> a [[rattle]], castanet, used in the [[worship]] of [[Cybele]], or [[Dionysus]], Hdt., Eur.<br /><b class="num">II.</b> metaph. a rattling [[fellow]], a [[rattle]], Ar. | ||
}} | |||
{{WoodhouseReversedUncategorized | |||
|woodrun=[[a man who talks much]], [[instrument for making a noise]] | |||
}} | }} | ||
{{ | {{mantoulidis | ||
| | |mantxt=Ἀπό τό κροτῶ (=[[χτυπῶ]]), πού παράγεται ἀπό τό [[κρότος]] κι' [[αὐτό]] ἀπό τό [[κρούω]]. Παράγωγα τού κροτῶ: [[κροταλίζω]], [[κροτάλισμα]], [[κρόταφος]] (=τό πλάγιο [[μέρος]] τοῦ μετώπου), [[κρότημα]], χειροκρότημα, ποδοκρότημα, [[κρότησις]], [[συγκρότησις]] (=[[σχηματισμός]]), [[ἐπικρότησις]] (=[[ἐπίπληξη]], [[ἐπιδοκιμασία]]), [[κροτησμός]], [[κροτητός]], [[ἀξυγκρότητος]] (=ὁ [[μή]] ἀσκημένος νά κωπηλατεῖ μαζί μέ [[τούς]] ἄλλους, ὁ [[χαλαρός]] καί [[ἀσυνάρτητος]]). | ||
}} | }} |