κρόταλον: Difference between revisions

m
LSJ1 replacement
(3)
m (LSJ1 replacement)
 
(22 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=krotalon
|Transliteration C=krotalon
|Beta Code=kro/talon
|Beta Code=kro/talon
|Definition=τό, (κροτέω) in pl., <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">clapper</b>, used in the worship of Cybele, <span class="bibl"><span class="title">h.Hom.</span>14.3</span>, <span class="bibl">Pi.<span class="title">Fr.</span>79</span>, <span class="bibl">Hdt.2.60</span>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Mir.</span>839a1</span>; of Dionysus, <span class="bibl">E.<span class="title">Hel.</span>1308</span> (lyr.), cf. <span class="bibl"><span class="title">Cyc.</span>205</span>: generally, in dances, <span class="title">AP</span> 5.174 (Mel.), <span class="bibl">11.195</span> (Diosc.). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> sg., metaph., of persons, '<b class="b2">rattle</b>', <span class="bibl">Ar.<span class="title">Nu.</span>260</span>, <span class="bibl">448</span> (anap.); οἶδ' ἄνδρα, κρόταλον δριμύ <span class="bibl">E.<span class="title">Cyc.</span>104</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">III</span> a name for the <b class="b2">narcissus</b>, Eumach. ap. <span class="bibl">Ath.15.681e</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">IV</span> <b class="b3">κόρταλος σημαίνει τὸν κρότον τῆς ψυχῆς</b> <span class="title">EM</span> post <b class="b3">κορυθαίολος</b> (cod. Voss.); <b class="b3">κορτάλων</b> is perh. required by the metre in E.<span class="title">Hyps.Fr.</span>1 ii 9 (lyr.).</span>
|Definition=τό, ([[κροτέω]]) in plural,<br><span class="bld">A</span> [[clapper]], used in the worship of Cybele, ''h.Hom.''14.3, Pi.''Fr.''79, [[Herodotus|Hdt.]]2.60, Arist.''Mir.''839a1; of [[Dionysus]], E.''Hel.''1308 (lyr.), cf. ''Cyc.''205: generally, in dances, ''AP'' 5.174 (Mel.), 11.195 (Diosc.).<br><span class="bld">II</span> sg., metaph., of persons, '[[rattle]]', Ar.''Nu.''260, 448 (anap.); οἶδ' ἄνδρα, κρόταλον δριμύ E.''Cyc.''104.<br><span class="bld">III</span> a name for the [[narcissus]], Eumach. ap. Ath.15.681e.<br><span class="bld">IV</span> <b class="b3">κόρταλος σημαίνει τὸν κρότον τῆς ψυχῆς</b> ''EM'' post [[κορυθαίολος]] (cod. Voss.); [[κορτάλων]] is perhaps required by the metre in E.''Hyps.Fr.''1 ii 9 (lyr.).
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />[[cliquette]], [[castagnette]].<br />'''Étymologie:''' [[κρότος]].
}}
{{elnl
|elnltext=κρόταλον -ου, τό [κρότος] alleen plur. ratel, klepper (ter begeleiding van dansen):. αἱ μέν τινες τῶν γυναικῶν κρόταλα ἔχουσαι κροταλίζουσι sommige vrouwen klepperden met hun ratels Hdt. 2.60.1. sing. overdr. ratel, kletser:. κρόταλον δριμύ sluwe kletser Eur. Cycl. 104.
}}
{{pape
|ptext=τό, <i>[[Klapper]]</i>, nach <i>Schol. Ar. Nub</i>. 259 <i>ein gespaltenes Rohr</i>, κατασκευαζόμενον [[ἐπίτηδες]], ὥστε ἠχεῖν, εἴ τις δονοίη ταῖς [[χερσί]]; auch von Erz od. von [[Muschelschalen]] nach Eust.; z.B. κρόταλα χαλκοῦ [[neben]] τυμπάνων ἀράγματα Eur. <i>Cycl</i>. 204; Βρόμια <i>Hel</i>. 1324; Her. 2.60 von [[Frauen]] [[gespielt]]; vgl. [[δίσκος]]; χειροτυπὴς κροτάλων [[πάταγος]] Mel. 260 (V.175); vgl. auch Ath. IV.176 a.<br>übertragen, <i>Zungendrescher, [[Plappermaul]]</i>, Ar. <i>Nub</i>. 260, 448; auch adj., οἶδ' ἄνδρα [[κρόταλον]] Eur. <i>Cycl</i>. 404. – Nach Suid. auch masc. – Nach Eumach. bei Ath. XV.681e hieß auch <i>die Narcisse</i> so.
}}
{{elru
|elrutext='''κρότᾰλον:''' τό<br /><b class="num">1</b> [[трещотка]], [[погремушка]] (κροτάλων [[ἰαχή]] HH и [[πάταγος]] Anth.);<br /><b class="num">2</b> pl. [[трещание]], [[грохот]] (χαλκοῦ Eur.; [[θόρυβος]] καὶ κ. Arst.);<br /><b class="num">3</b> перен. (тж. ἀνὴρ κ. Eur.) трещотка, неугомонный болтун Arph.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κρότᾰλον''': τό, ([[κρότος]], [[κροτέω]]) [[ὄργανον]] πρὸς κρότησιν, πεποιημένον ἐκ δύο τεμαχίων διεσχισμένου καλάμου, κεράμου ἢ μετάλλου συνηρμοσμένων δι’ ἁρμοῦ ἢ στρόφιγγος, ἐν χρήσει ἐν τῇ λατρείᾳ τῆς Κυβέλης, Ὕμ. Ὁμ. 13. 3, Ἡρόδ. 2. 60, Πινδ. Ἀποσπ. 48· ἢ τοῦ Διονύσου, Εὐρ. Ἑλ. 1308, πρβλ. Κύκλ. 205· ἢ [[καθόλου]] ἐν ταῖς ὀρχήσεσι, Ἀνθ. Π. 5. 175., 11. 195· ― ὁ πελαργὸς καλεῖται crotalistria ὑπὸ τοῦ Publ. Syr., ἐκ τοῦ κρότου ὃν ποιεῖ συγκροτῶν τὰς σιαγόνας τοῦ ῥάμφους του. ΙΙ. μεταφ., [[ἄνθρωπος]] [[ἀδολέσχης]], «ῥοδάνι», Ἀριστοφ. Νεφ. 260, 448· οἶδ’ ἄνδρα [[κρόταλον]] Εὐρ. Κύκλ. 104· πρβλ. [[κώδων]] Ι. 2. ΙΙΙ. [[ὄνομα]] τοῦ φυτοῦ ναρκίσσου, Εὐμάθ. παρ’ Ἀθην. 681Ε.
|lstext='''κρότᾰλον''': τό, ([[κρότος]], [[κροτέω]]) [[ὄργανον]] πρὸς κρότησιν, πεποιημένον ἐκ δύο τεμαχίων διεσχισμένου καλάμου, κεράμου ἢ μετάλλου συνηρμοσμένων δι’ ἁρμοῦ ἢ στρόφιγγος, ἐν χρήσει ἐν τῇ λατρείᾳ τῆς Κυβέλης, Ὕμ. Ὁμ. 13. 3, Ἡρόδ. 2. 60, Πινδ. Ἀποσπ. 48· ἢ τοῦ Διονύσου, Εὐρ. Ἑλ. 1308, πρβλ. Κύκλ. 205· ἢ [[καθόλου]] ἐν ταῖς ὀρχήσεσι, Ἀνθ. Π. 5. 175., 11. 195· ― ὁ πελαργὸς καλεῖται crotalistria ὑπὸ τοῦ Publ. Syr., ἐκ τοῦ κρότου ὃν ποιεῖ συγκροτῶν τὰς σιαγόνας τοῦ ῥάμφους του. ΙΙ. μεταφ., [[ἄνθρωπος]] [[ἀδολέσχης]], «ῥοδάνι», Ἀριστοφ. Νεφ. 260, 448· οἶδ’ ἄνδρα [[κρόταλον]] Εὐρ. Κύκλ. 104· πρβλ. [[κώδων]] Ι. 2. ΙΙΙ. [[ὄνομα]] τοῦ φυτοῦ ναρκίσσου, Εὐμάθ. παρ’ Ἀθην. 681Ε.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />cliquette, castagnette.<br />'''Étymologie:''' [[κρότος]].
}}
}}
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[κρόταλον]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> castanet ἐν δὲ κέχλαδ[εν] κρόταλ' αἰθομένα τε [[δαὶς]] ὑπὸ ξανθαῖσι πεύκαις in the Dionysaic rites Δ. 2. 10.
|sltr=[[κρόταλον]] castanet ἐν δὲ κέχλαδ[εν] κρόταλ' αἰθομένα τε [[δαὶς]] ὑπὸ ξανθαῖσι πεύκαις in the Dionysaic rites Δ. 2. 10.
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κρότᾰλον:''' τό ([[κροτέω]]),<br /><b class="num">I.</b> [[κρόταλο]], [[καστανιέτα]], που χρησιμοποιούνταν για τη [[λατρεία]] της Κυβέλης ή του Διονύσου, σε Ηρόδ., Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ., [[άνθρωπος]] αδολεσχής, [[φλύαρος]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''κρότᾰλον:''' τό ([[κροτέω]]),<br /><b class="num">I.</b> [[κρόταλο]], [[καστανιέτα]], που χρησιμοποιούνταν για τη [[λατρεία]] της Κυβέλης ή του Διονύσου, σε Ηρόδ., Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ., [[άνθρωπος]] αδολεσχής, [[φλύαρος]], σε Αριστοφ.
}}
}}
{{elnl
{{mdlsj
|elnltext=κρόταλον -ου, τό [κρότος] alleen plur. ratel, klepper (ter begeleiding van dansen):. αἱ μέν τινες τῶν γυναικῶν κρόταλα ἔχουσαι κροταλίζουσι sommige vrouwen klepperden met hun ratels Hdt. 2.60.1. sing. overdr. ratel, kletser:. κρόταλον δριμύ sluwe kletser Eur. Cycl. 104.
|mdlsjtxt=κρότᾰλον, ου, τό, [[κροτέω]]<br /><b class="num">I.</b> a [[rattle]], castanet, used in the [[worship]] of [[Cybele]], or [[Dionysus]], Hdt., Eur.<br /><b class="num">II.</b> metaph. a rattling [[fellow]], a [[rattle]], Ar.
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[a man who talks much]], [[instrument for making a noise]]
}}
}}
{{elru
{{mantoulidis
|elrutext='''κρότᾰλον:''' τό<b class="num">1)</b> трещотка, погремушка (κροτάλων [[ἰαχή]] HH и [[πάταγος]] Anth.);<br /><b class="num">2)</b> pl. трещание, грохот (χαλκοῦ Eur.; [[θόρυβος]] καὶ κ. Arst.);<br /><b class="num">3)</b> перен. (тж. ἀνὴρ κ. Eur.) трещотка, неугомонный болтун Arph.
|mantxt=Ἀπό τό κροτῶ (=[[χτυπῶ]]), πού παράγεται ἀπό τό [[κρότος]] κι' [[αὐτό]] ἀπό τό [[κρούω]]. Παράγωγα τού κροτῶ: [[κροταλίζω]], [[κροτάλισμα]], [[κρόταφος]] (=τό πλάγιο [[μέρος]] τοῦ μετώπου), [[κρότημα]], χειροκρότημα, ποδοκρότημα, [[κρότησις]], [[συγκρότησις]] (=[[σχηματισμός]]), [[ἐπικρότησις]] (=[[ἐπίπληξη]], [[ἐπιδοκιμασία]]), [[κροτησμός]], [[κροτητός]], [[ἀξυγκρότητος]] (=ὁ [[μή]] ἀσκημένος νά κωπηλατεῖ μαζί μέ [[τούς]] ἄλλους, ὁ [[χαλαρός]] καί [[ἀσυνάρτητος]]).
}}
}}