3,274,159
edits
(3b) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(22 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=omotropos | |Transliteration C=omotropos | ||
|Beta Code=o(mo/tropos | |Beta Code=o(mo/tropos | ||
|Definition= | |Definition=ὁμότροπον,<br><span class="bld">A</span> [[of the same habits]] or [[of the same life]], ὁμότροπος τε καὶ [[ὁμότροφος]] γίγνεσθαι, of the mind in relation to the body, [[Plato|Pl.]]''[[Phaedo|Phd.]]'' 83d: as [[substantive]], οἱ ὁ. τινός Aeschin.1.158, cf. [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Characters|Char.]]''26.7; <b class="b3">Δίκα καὶ ὁ. Εἰρήνα</b> [[varia lectio|v.l.]] in Pi.''O.''13.7; λέγοιτο δ' ἄν τις Πυρρώνειος ὁ. D.L.9.70.<br><span class="bld">2</span> [[of like fashion]], ἤθεα ὁ. [[Herodotus|Hdt.]]8.144; τὰ ἐν Αἰγύπτῳ.. ὁ. ἂν ἦν τοῖσι Ἕλλησι Id.2.49, cf. Aen.Tact.19, al. Adv. [[ὁμοτρόπως]] = [[in the same manner]], Id.3.3, Arist.''SE''183b6.<br><span class="bld">3</span> [[homogeneous]], Dam.''Pr.''45. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0341.png Seite 341]] von gleichen Sitten, gleicher Lebensart, gleichem Charakter, übereinstimmend; Δίκα καὶ ὁμότροπ ος Εἰράνα, Pind. Ol. 13, 7; ἤθεα, Her. 8, 144; τινί, 2, 49; Plat. Phaed. 83 d; οἱ ὁμότροποι Τιμάρχου, Aesch. 1, 158; Ἔρωτι, Anacr. 36, 5. – Auch adv. ὁμοτρόπως, Schol. Soph. O. C. 350 u. A. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0341.png Seite 341]] von gleichen Sitten, gleicher Lebensart, gleichem Charakter, übereinstimmend; Δίκα καὶ ὁμότροπ ος Εἰράνα, Pind. Ol. 13, 7; ἤθεα, Her. 8, 144; τινί, 2, 49; Plat. Phaed. 83 d; οἱ ὁμότροποι Τιμάρχου, Aesch. 1, 158; Ἔρωτι, Anacr. 36, 5. – Auch adv. ὁμοτρόπως, Schol. Soph. O. C. 350 u. A. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qui a les mêmes goûts, les mêmes mœurs, le même caractère <i>ou</i> le même genre de vie : τινι, que qqn ; οἱ ὁμότροποί τινος, ceux qui ont les mêmes goûts que qqn.<br />'''Étymologie:''' [[ὁμός]], [[τρόπος]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὁμότροπος:'''<br /><b class="num">1</b> [[ведущий такой же образ жизни]], [[имеющий одинаковые привычки или нравы]] (ὁ. τε καὶ [[ὁμότροφος]] Plut.);<br /><b class="num">2</b> [[одинаковый]], [[сходный]] (ἤθεα Her.; τύχαι Plut.): οἱ ὁμότροποι Τιμάρχου Aesch. люди, похожие на Тимарха. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὁμότροπος''': -ον, ὁ ἔχων τοὺς αὐτοὺς τρόπους, τὰς αὐτὰς ἕξεις, ἐν τῷ βίῳ, ὁμ. τε καὶ [[ὁμότροφος]] γίγνεσθαι, ἐπὶ τῆς ψυχῆς ἐν σχέσει πρὸς τὸ [[σῶμα]], Πλάτ. Φαίδων 83D· - ὡς οὐσιαστ., οἱ ὁμότροποί τινος Αἰσχίν. 22. 32· Δίκα καὶ ὁμ. Εἰράνα Πινδ. Ο. 13. 8. 2) [[ὅμοιος]], [[ὁμοειδής]], ὁμ. ἤθεα Ἡρόδ. 8. 144· τὰ ἐν Αἰγύπτω.. ὁμ. ἦν τοῖσι Ἕλλησι 2. 49. - Ἐπίρρ. -πως, κατὰ τὸν αὐτὸν τρόπον, Ἀριστ. π. Σοφιστ. Ἐλεγχ. 33, 11· ἐξ ὁμοιότητος τρόπου, Διογ. Λ. 9. 70. | |lstext='''ὁμότροπος''': -ον, ὁ ἔχων τοὺς αὐτοὺς τρόπους, τὰς αὐτὰς ἕξεις, ἐν τῷ βίῳ, ὁμ. τε καὶ [[ὁμότροφος]] γίγνεσθαι, ἐπὶ τῆς ψυχῆς ἐν σχέσει πρὸς τὸ [[σῶμα]], Πλάτ. Φαίδων 83D· - ὡς οὐσιαστ., οἱ ὁμότροποί τινος Αἰσχίν. 22. 32· Δίκα καὶ ὁμ. Εἰράνα Πινδ. Ο. 13. 8. 2) [[ὅμοιος]], [[ὁμοειδής]], ὁμ. ἤθεα Ἡρόδ. 8. 144· τὰ ἐν Αἰγύπτω.. ὁμ. ἦν τοῖσι Ἕλλησι 2. 49. - Ἐπίρρ. -πως, κατὰ τὸν αὐτὸν τρόπον, Ἀριστ. π. Σοφιστ. Ἐλεγχ. 33, 11· ἐξ ὁμοιότητος τρόπου, Διογ. Λ. 9. 70. | ||
}} | }} | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=[[ὁμότροπος]], -ον | |sltr=[[ὁμότροπος]], -ον</b> of [[like]] [[character]] Δίκα καὶ [[ὁμότροπος]] Εἰρήνα ([[ὁμότροφος]] [[varia lectio|v.l.]]) (O. 13.7) ] | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ὁμότροπος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει τις ίδιες συνήθειες, τον ίδιο τρόπο ζωής με κάποιον [[άλλο]] («τῶν πολιτῶν τοὺς ὁμοτρόπους καὶ τοὺς ταὐτὰ προαιρουμένους», Θεόφρ.)<br /><b>2.</b> αυτός που [[είναι]] [[σύμφωνος]] [[κατά]] τον τρόπο, που μοιάζει με κάποιον [[άλλο]] ως [[προς]] τις ιδιότητες ή τον χαρακτήρα, ο όμοιος («εἴς τινα [[ἄλλην]] ὁμότροπον ταύταις λειτουργίαν», Αιν.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για φυτά) αυτός που παρουσιάζει τον ίδιο τροπισμό με άλλον<br /><b>2.</b> <b>μαθημ.</b> α) αυτός που αναφέρεται σε δύο περιοχές ενός πεδίου τέτοιες ώστε να μπορούμε να περάσουμε από τη μια στην [[άλλη]] με έναν συνεχή μετασχηματισμό, [[χωρίς]] να βγούμε έξω από το [[πεδίο]] αυτό<br />β) <b>φρ.</b> «ομότροπη [[περιοχή]] μηδενός» — [[περιοχή]] την οποία μπορούμε να υποβιβάσουμε [[έτσι]] ώστε να καταστεί σημειακή, [[χωρίς]] να εξέλθουμε από το [[πεδίο]] του ορισμού της<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που έχει [[κοινή]] [[καταγωγή]] με κάποιον [[άλλο]], [[ομοιογενής]], [[ομοειδής]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ὁμοτρόπως</i> (Α)<br />με τον ίδιο τρόπο, όμοια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[τρόπος]] ( | |mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ὁμότροπος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει τις ίδιες συνήθειες, τον ίδιο τρόπο ζωής με κάποιον [[άλλο]] («τῶν πολιτῶν τοὺς ὁμοτρόπους καὶ τοὺς ταὐτὰ προαιρουμένους», Θεόφρ.)<br /><b>2.</b> αυτός που [[είναι]] [[σύμφωνος]] [[κατά]] τον τρόπο, που μοιάζει με κάποιον [[άλλο]] ως [[προς]] τις ιδιότητες ή τον χαρακτήρα, ο όμοιος («εἴς τινα [[ἄλλην]] ὁμότροπον ταύταις λειτουργίαν», Αιν.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για φυτά) αυτός που παρουσιάζει τον ίδιο τροπισμό με άλλον<br /><b>2.</b> <b>μαθημ.</b> α) αυτός που αναφέρεται σε δύο περιοχές ενός πεδίου τέτοιες ώστε να μπορούμε να περάσουμε από τη μια στην [[άλλη]] με έναν συνεχή μετασχηματισμό, [[χωρίς]] να βγούμε έξω από το [[πεδίο]] αυτό<br />β) <b>φρ.</b> «ομότροπη [[περιοχή]] μηδενός» — [[περιοχή]] την οποία μπορούμε να υποβιβάσουμε [[έτσι]] ώστε να καταστεί σημειακή, [[χωρίς]] να εξέλθουμε από το [[πεδίο]] του ορισμού της<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που έχει [[κοινή]] [[καταγωγή]] με κάποιον [[άλλο]], [[ομοιογενής]], [[ομοειδής]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ὁμοτρόπως</i> (Α)<br />με τον ίδιο τρόπο, όμοια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[τρόπος]] ([[πρβλ]]. [[πολύτροπος]]). Η λ. ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής [[είναι]] αντιδάνεια, <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>homotropous</i>]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὁμότροπος:''' -ον, <b class="num">1.</b> αυτός που έχει ίδιες συνήθειες ή ίδιο τρόπο ζωής, σε Πλάτ.· ως ουσ., <i>οἱὁμότροποί τινος</i>, συνδαιτυμόνες κάποιου, σε Αισχίν.<br /><b class="num">2.</b> όμοιος, [[ομοειδής]], σε Ηρόδ. | |lsmtext='''ὁμότροπος:''' -ον, <b class="num">1.</b> αυτός που έχει ίδιες συνήθειες ή ίδιο τρόπο ζωής, σε Πλάτ.· ως ουσ., <i>οἱὁμότροποί τινος</i>, συνδαιτυμόνες κάποιου, σε Αισχίν.<br /><b class="num">2.</b> όμοιος, [[ομοειδής]], σε Ηρόδ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{mdlsj | ||
| | |mdlsjtxt=ὁμό-τροπος, ον,<br /><b class="num">1.</b> of the [[same]] habits or [[life]], Plat.:— as [[substantive]], οἱ ὁμότροποί τινος one's messmates, Aeschin.<br /><b class="num">2.</b> of like [[fashion]], Hdt. | ||
}} | }} |