σχοινοτενής: Difference between revisions

m
LSJ1 replacement
(slb)
m (LSJ1 replacement)
 
(26 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=schoinotenis
|Transliteration C=schoinotenis
|Beta Code=sxoinotenh/s
|Beta Code=sxoinotenh/s
|Definition=ές, (τείνω) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">stretched out like a measuring line</b>: hence, </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">I</span> <b class="b2">drawn in a straight line</b>, <b class="b3">διώρυχες, διέξοδοι</b>, <span class="bibl">Hdt.1.189</span>,<span class="bibl">199</span>; <b class="b3">σχοινοτενὲς ποιήσασθαι</b> to draw <b class="b2">a straight line</b>, <span class="bibl">Id.7.23</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> metaph., <b class="b2">stretched out, prolix</b>, ἄσματα <span class="bibl">Philostr.<span class="title">Her.</span>19.17</span>; ἔννοιαι <span class="bibl">Eust.946.8</span>; of rhetorical <b class="b3">κῶλα</b> exceeding a certain length, <span class="bibl">Hermog.<span class="title">Inv.</span>1.5</span>,<span class="bibl">4.4</span>. Adv. <b class="b3">-τενῶς</b> ib. <span class="bibl">4.3</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">twisted</b> or <b class="b2">plaited of rushes</b>, σπυρίδες <span class="title">AP</span>6.5 (Phil.).</span>
|Definition=σχοινοτενές, ([[τείνω]])<br><span class="bld">A</span> [[stretched out like a measuring line]]: hence,<br><span class="bld">I</span> [[drawn in a straight line]], [[διώρυχες]], [[διέξοδοι]], [[Herodotus|Hdt.]]1.189,199; [[σχοινοτενὲς ποιήσασθαι]] to [[draw a straight line]], Id.7.23.<br><span class="bld">2</span> metaph., [[stretched out]], [[prolix]], ἄσματα Philostr.''Her.''19.17; ἔννοιαι Eust.946.8; of rhetorical [[κῶλα]] exceeding a certain length, Hermog.''Inv.''1.5,4.4. Adv. [[σχοινοτενῶς]] ib. 4.3.<br><span class="bld">II</span> [[twisted of rushes]] or [[plaited of rushes]], σπυρίδες ''AP''6.5 (Phil.).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1057.png Seite 1057]] ές, ausgespannt wie ein Strick, eine Meßruthe, dah. – 1) grade, in grader Richtung, κατέτεινε σχοινοτενέας ὑποδέξας διώρυχας, Her. 1, 189, vgl. 199; σχοινοτενὲς ποιήσασθαι, in grader Linie abstecken, eine grade Linie ziehen, 7, 23; διέξοδοι u. ä., Sp. – Dah. = lang gedehnt, in die Länge gezogen; auch von Sätzen, Redegliedern, Gesängen; in diesem Sinne hat Pind. frg. 47 ein bes. fem. [[σχοινοτένεια]] gebildet. – 2) wie [[σχοινότονος]], mit Binsen bespannt, von Binsen geflochten, σπυρίδες Philp. 22 (VI, 5).
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1057.png Seite 1057]] ές, ausgespannt wie ein Strick, eine Meßruthe, dah. – 1) grade, in grader Richtung, κατέτεινε σχοινοτενέας ὑποδέξας διώρυχας, Her. 1, 189, vgl. 199; σχοινοτενὲς ποιήσασθαι, in grader Linie abstecken, eine grade Linie ziehen, 7, 23; διέξοδοι u. ä., Sp. – Dah. = lang gedehnt, in die Länge gezogen; auch von Sätzen, Redegliedern, Gesängen; in diesem Sinne hat Pind. frg. 47 ein bes. fem. [[σχοινοτένεια]] gebildet. – 2) wie [[σχοινότονος]], mit Binsen bespannt, von Binsen geflochten, σπυρίδες Philp. 22 (VI, 5).
}}
{{ls
|lstext='''σχοινοτενής''': -ές, ([[τείνω]]) ἐκτεταμένος ὡς ὁ [[σχοῖνος]] δι’ οὗ μετρεῖ τις, [[ὅθεν]], 1) τεταμένος κατ’ εὐθεῖαν γραμμήν, Ἡρόδ. 1. 189, 199· σχοινοτενὲς ποιήσασθαι, σύρειν εὐθεῖαν γραμμήν, ὁ αὐτ. 7. 23. 2) μεταφορ., ἐκτεταμένος κατὰ [[μῆκος]], πολὺ ἐκτεταμένος, [[μακρός]], ᾄσματα Φιλόστρ. 747, Εὐστ., κλπ.· - ἐπὶ ταύτης τῆς ἐννοίας ὁ Πίνδ. ἐν Ἀποσπ. 47 ἔχει ἰδιότυπον θηλ. σχοινοτένεια ἀοιδά, σχηματισθὲν κατὰ τὸ ἡδυέπεια, μουνογένεια. ΙΙ. πεπλεγμένος ἐκ σχοίνων, σπυρὶς Ἀνθ. Π. 6. 5.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />tendu comme une corde ; en droite ligne, droit.<br />'''Étymologie:''' [[σχοῖνος]], [[τείνω]].
|btext=ής, ές :<br />tendu comme une corde ; en droite ligne, droit.<br />'''Étymologie:''' [[σχοῖνος]], [[τείνω]].
}}
{{elnl
|elnltext=σχοινοτενής -ές &#91;[[σχοῖνος]], [[τείνω]]] [[lijnrecht]].
}}
{{elru
|elrutext='''σχοινοτενής:'''<br /><b class="num">1</b> проведенный по натянутому канату, т. е. совершенно прямой ([[διῶρυξ]] Her.);<br /><b class="num">2</b> [[тростниковый]], [[плетеный]] ([[σπυρίς]] Anth.).
}}
}}
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[σχοινοτενής]] (f. — τένεια)<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> stretched [[out]] [[like]] a [[rope]], [[long]] [[drawn]] [[out]] πρὶν μὲν ἕρπε σχοινοτένειά τ' ἀοιδὰ διθυράμβων pr. Δ. 2. 1.
|sltr=[[σχοινοτενής]] (f. — τένεια) stretched [[out]] [[like]] a [[rope]], [[long]] [[drawn]] [[out]] πρὶν μὲν ἕρπε σχοινοτένειά τ' ἀοιδὰ διθυράμβων pr. Δ. 2. 1.
}}
}}
{{Slater
{{grml
|sltr=[[σχοινοτενής]] (f. — τένεια)<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> stretched [[out]] [[like]] a [[rope]], [[long]] [[drawn]] [[out]] πρὶν μὲν ἕρπε σχοινοτένειά τ' ἀοιδὰ διθυράμβων pr. Δ. 2. 1.
|mltxt=-ές, ΝΑ<br /><b>μτφ.</b> αυτός που έχει παραταθεί χρονικά ή που έχει πάρει [[μεγάλη]] [[έκταση]] και, [[ιδίως]] για λόγο, [[μακροσκελής]], [[εκτενής]], [[εκτεταμένος]], [[διεξοδικός]] (α. «[[σχοινοτενής]] [[διάλεξη]]» β. «[[σχοινοτενής]] [[περίοδος]] λόγου» γ. «σχοινοτενῆ ᾄσματα», Φιλόστρ.<br />δ. «σχοινοτενὲς [[κῶλον]]», Ερμογ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τεντωμένος]] σαν το [[σχοινί]] με το οποίο γίνονταν οι μετρήσεις<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[τεντωμένος]] σε [[ευθεία]] [[γραμμή]]<br /><b>3.</b> πλεγμένος από [[σχοινιά]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>σχοινοτενώς</i> / <i>σχοινοτενῶς</i> ΝΑ<br />εκτεταμένα, διεξοδικά («μίλησε σχοινοτενώς»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σχοῖνος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>τενής</i> (<span style="color: red;"><</span> αμάρτυρο <i>τένος</i> <span style="color: red;"><</span> [[τείνω]]), [[πρβλ]]. [[ευθυτενής]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''σχοινοτενής:''' -ές ([[σχοῖνος]] I<b>V</b>, [[τείνω]]), αυτός που έχει εκταθεί, που έχει τεντωθεί όπως το [[σχοινί]] με το οποίο μετράει [[κάποιος]] εκτάσεις, αυτός που έχει εκταθεί σε [[ευθεία]] [[γραμμή]], [[ευθύς]], [[ίσιος]], σε Ηρόδ.· <i>σχοινοτενὲς ποιήσασθαι</i>, [[σύρω]], [[τραβώ]] [[ευθεία]] [[γραμμή]], στον ίδ.
}}
{{ls
|lstext='''σχοινοτενής''': -ές, ([[τείνω]]) ἐκτεταμένος ὡς ὁ [[σχοῖνος]] δι’ οὗ μετρεῖ τις, [[ὅθεν]], 1) τεταμένος κατ’ εὐθεῖαν γραμμήν, Ἡρόδ. 1. 189, 199· σχοινοτενὲς ποιήσασθαι, σύρειν εὐθεῖαν γραμμήν, ὁ αὐτ. 7. 23. 2) μεταφορ., ἐκτεταμένος κατὰ [[μῆκος]], πολὺ ἐκτεταμένος, [[μακρός]], ᾄσματα Φιλόστρ. 747, Εὐστ., κλπ.· - ἐπὶ ταύτης τῆς ἐννοίας ὁ Πίνδ. ἐν Ἀποσπ. 47 ἔχει ἰδιότυπον θηλ. σχοινοτένεια ἀοιδά, σχηματισθὲν κατὰ τὸ ἡδυέπεια, μουνογένεια. ΙΙ. πεπλεγμένος ἐκ σχοίνων, σπυρὶς Ἀνθ. Π. 6. 5.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=σχοινο-τενής, ές [[σχοῖνος]] IV, [[τείνω]]<br />stretched outlike a measuring [[line]], [[drawn]] in a [[straight]] [[line]], Hdt.; σχοινοτενὲς ποιήσασθαι to [[draw]] a [[straight]] [[line]], Hdt.
}}
}}