ὑποβρύχιος: Difference between revisions

m
no edit summary
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
mNo edit summary
 
(17 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ1
{{LSJ1
|Full diacritics=ὑποβρύχιος
|Full diacritics=ῠ̔ποβρύχιος
|Medium diacritics=ὑποβρύχιος
|Medium diacritics=ὑποβρύχιος
|Low diacritics=υποβρύχιος
|Low diacritics=υποβρύχιος
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ypovrychios
|Transliteration C=ypovrychios
|Beta Code=u(pobru/xios
|Beta Code=u(pobru/xios
|Definition=[ῠχ], ον, also α, ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[under water]], τὴν δ' ἄνεμος . . καὶ κῦμα θαλάσσης θῆκαν ὑποβρυχίην <span class="bibl"><span class="title">h.Hom.</span>33.12</span>; <b class="b3">ὑποβρύχιον . . φέρων</b> (sc. <b class="b3">τὸν ἵππον</b>) <span class="bibl">Hdt.1.189</span>; ὑ. θάνατοι <span class="title">Cat.Cod.Astr.</span>2.161: metaph., ἡ Ἑλλὰς ὑ. φερομένη <span class="bibl">Aristid.<span class="title">Or.</span>23(42).46</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[below the surface]], ὑποβρύχιαι συμπεριφέρονται <span class="bibl">Pl.<span class="title">Phdr.</span>248a</span>; opp. [[ἐπιπολάζων]], <span class="bibl">Luc.<span class="title">Dips.</span>3</span>; [[deep-seated]], ἐκπυήσιες <span class="bibl">Hp.<span class="title">Art.</span>12</span>; <b class="b3">ὑ. πυρετός</b> a [[hidden]] fever, one [[that shows itself by degrees]], <span class="bibl">Id.<span class="title">Epid.</span>1.25</span> (so Littré with Gal.9.560; <b class="b3">ἄρχεται μαλακῶς καὶ ὑποβρύχια</b> [Adv.] codd., Kühl.); πυρετοὶ -ιοι <span class="bibl">Aret.<span class="title">SD</span>2.9</span>; <b class="b3">ὀφθαλμῶν ὑ. πόνος</b> ib.<span class="bibl">1.2</span>; πῦρ <span class="bibl">Id.<span class="title">SA</span>2.7</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[deep]], <b class="b3">θάλασσα, βυσσός</b>, <span class="bibl">Opp.<span class="title">H.</span>1.49</span>, <span class="bibl">5.159</span>.—Cf. <b class="b3">βρύχιος, περιβρύχιος</b>. </span><span class="sense"><span class="bld">III</span> = [[ὑποβρυχώμενος]], of oxen, <span class="bibl"><span class="title">h.Merc.</span>116</span>.</span>
|Definition=[ῠχ], ον, also α, ον,<br><span class="bld">A</span> [[under water]], τὴν δ' [[ἄνεμος]].. καὶ [[κῦμα]] θαλάσσης θῆκαν ὑποβρυχίην ''h.Hom.''33.12; <b class="b3">ὑποβρύχιον.. φέρων</b> (''[[sc.]]'' <b class="b3">τὸν ἵππον</b>) [[Herodotus|Hdt.]]1.189; ὑ. θάνατοι ''Cat.Cod.Astr.''2.161: metaph., ἡ Ἑλλὰς ὑ. φερομένη Aristid.''Or.''23(42).46.<br><span class="bld">II</span> [[below the surface]], ὑποβρύχιαι συμπεριφέρονται [[Plato|Pl.]]''[[Phaedrus|Phdr.]]''248a; opp. [[ἐπιπολάζων]], Luc.''Dips.''3; [[deep-seated]], ἐκπυήσιες Hp.''Art.''12; ὑποβρύχιος [[πυρετός]] a [[hidden]] [[fever]], one [[that shows itself by degrees]], Id.''Epid.''1.25 (so Littré with Gal.9.560; <b class="b3">ἄρχεται μαλακῶς καὶ ὑποβρύχια</b> [Adv.] codd., Kühl.); πυρετοὶ ὑποβρύχιοι Aret.''SD''2.9; <b class="b3">ὀφθαλμῶν ὑποβρύχιος πόνος</b> ib.1.2; πῦρ Id.''SA''2.7.<br><span class="bld">2</span> [[deep]], [[θάλασσα]], [[βυσσός]], Opp.''H.''1.49, 5.159.—Cf. [[βρύχιος]], [[περιβρύχιος]].<br><span class="bld">III</span> = [[ὑποβρυχώμενος]], of [[ox]]en, ''h.Merc.''116.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1212.png Seite 1212]] etwas brüllend, ist f. L. im H. h. Merc. 116. auch 3 Endgn, wie H. h. 33, 12 u. Plat. a. a. O., unter Wasser; Her. 1, 189; Plat. Phaedr. 248 a; ὑποβρύχια ἐγένετο τὰ πλοῖα Pol. 1, 37, 2; Sp., wie Luc. Tim. 3; übh. in der Tiefe, auch unter der Erdoberfläche, Ggstz ἐπιπολάζων, Luc. Dipsad. 3.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1212.png Seite 1212]] etwas brüllend, ist f. L. im H. h. Merc. 116. auch 3 Endgn, wie H. h. 33, 12 u. Plat. a. a. O., unter Wasser; Her. 1, 189; Plat. Phaedr. 248 a; ὑποβρύχια ἐγένετο τὰ πλοῖα Pol. 1, 37, 2; Sp., wie Luc. Tim. 3; übh. in der Tiefe, auch unter der Erdoberfläche, <span class="ggns">Gegensatz</span> ἐπιπολάζων, Luc. Dipsad. 3.
}}
{{bailly
|btext=α <i>ou</i> ος, ον :<br /><b>1</b> [[enfoncé sous l'eau]], [[submergé]];<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> enfoncé (sous le sable, sous la terre, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[βρύχω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὑποβρύχιος:''' (ρῠ)<br /><b class="num">1</b> [[находящийся под водой]], [[потопленный]] Her.: ὑποβρύχιον θεῖναί τι HH утопить что-л.; ὑ. [[γενέσθαι]] Polyb. затонуть; ὑποβρύχιοι συμπεριφέρονται Plat. они кружатся под водой;<br /><b class="num">2</b> [[зарывшийся в песок]] (ἑρπετά Luc.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑποβρύχιος''': [ῠ], -ον, καὶ α, ον· - ὁ ὑπὸ τὸ [[ὕδωρ]], τὴν δ’ [[ἄνεμος]]... καὶ [[κῦμα]] θαλάσσης θῆκεν ὑποβρυχίην Ὕμν. Ὁμ. 33. 12· ὑποβρύχιον... φέρων τὸν ἵππον Ἡρόδ. 1. 189· ὑποβρύχιαι ξυμπεριφέρονται Πλάτ. Φαῖδρ. 248A. ΙΙ. ὁ ὑπὸ τὴν ἐπιφάνειαν, ἀντίθετον τῷ ἐπιπολάζων, Λουκ. Διψάδ. 3· - ὁ εἰς [[βάθος]] εὑρισκόμενος, Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 789· ὑπ. [[πυρετός]], κεκρυμμένος, κατ’ ὀλίγον ἀναφαινόμενος, ὁ αὐτ. ἐν Ἐπιδημ. τὸ α΄ 963· πῦρ Ἀρετ. περὶ Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 2. 7. ΙΙ. [[βαθύς]], [[θάλασσα]], βυθὸς Ὀππ. Ἁλ. 1. 49., 5. 159. - Πρβλ. [[βρύχιος]], [[περιβρύχιος]].
|lstext='''ὑποβρύχιος''': [ῠ], -ον, καὶ α, ον· - ὁ ὑπὸ τὸ [[ὕδωρ]], τὴν δ’ [[ἄνεμος]]... καὶ [[κῦμα]] θαλάσσης θῆκεν ὑποβρυχίην Ὕμν. Ὁμ. 33. 12· ὑποβρύχιον... φέρων τὸν ἵππον Ἡρόδ. 1. 189· ὑποβρύχιαι ξυμπεριφέρονται Πλάτ. Φαῖδρ. 248A. ΙΙ. ὁ ὑπὸ τὴν ἐπιφάνειαν, ἀντίθετον τῷ ἐπιπολάζων, Λουκ. Διψάδ. 3· - ὁ εἰς [[βάθος]] εὑρισκόμενος, Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 789· ὑπ. [[πυρετός]], κεκρυμμένος, κατ’ ὀλίγον ἀναφαινόμενος, ὁ αὐτ. ἐν Ἐπιδημ. τὸ α΄ 963· πῦρ Ἀρετ. περὶ Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 2. 7. ΙΙ. [[βαθύς]], [[θάλασσα]], βυθὸς Ὀππ. Ἁλ. 1. 49., 5. 159. - Πρβλ. [[βρύχιος]], [[περιβρύχιος]].
}}
{{bailly
|btext=α <i>ou</i> ος, ον :<br /><b>1</b> enfoncé sous l’eau, submergé;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> enfoncé (sous le sable, sous la terre, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[βρύχω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο / [[ὑποβρύχιος]], -ία, -ον, ΝΜΑ, θηλ. και -ος και ιων. τ. -ίη, Α<br />αυτός που βρίσκεται ή που γίνεται [[κάτω]] από την [[επιφάνεια]] του νερού, [[κυρίως]] στη [[θάλασσα]] (α. «υποβρύχιες έρευνες» β. «ὑποβρύχιον... φέρων τὸν ἵππον», <b>Ηρόδ.</b><br />γ. «τὴν δ' [[ἄνεμος]] καὶ κῡμα θαλάσσης θῆκεν ὑποβρυχίην», <b>Ομ.</b> Ύμν.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[υποβρύχιο]]<br />(ναυτ.-στρ.) [[πλοίο]] [[κυρίως]] πολεμικό, ειδικά κατασκευασμένο και εξοπλισμένο, το οποίο μπορεί να πλέει και να μάχεται [[κάτω]] από την [[επιφάνεια]] της θάλασσας<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «ατομικό [[υποβρύχιο]]» ή «πυρηνικό [[υποβρύχιο]]»<br />(ναυτ.-στρ.) [[υποβρύχιο]] που κινείται με πυρηνική [[ενέργεια]]<br />β) «[[υποβρύχιο]] [[καλώδιο]]»<br />(ηλεκτρολ.-τηλεπικ.) [[σύνολο]] από αγωγούς οι οποίοι περικλείονται σε [[περίβλημα]] και ποντίζονται στον βυθό της θάλασσας με σκοπό τη [[μετάδοση]] σημάτων<br />γ) «υποβρύχια [[δραστηριότητα]]» — [[κάθε]] [[δραστηριότητα]] που διεξάγεται ή [[κάτω]] από την [[επιφάνεια]] του νερού ή στον βυθό, όπως [[είναι]] το [[υποβρύχιο]] [[ψάρεμα]], η υποβρύχια [[έρευνα]] και η [[κατάδυση]] σε μεγάλο [[βάθος]]<br />δ) «υποβρύχια [[καταστροφή]]» — [[καταστροφή]] εχθρικού στόχου [[κάτω]] από την [[επιφάνεια]] της θάλασσας ή [[καταστροφή]] του βυθού ή της θαλάσσιας ζωής από ανθρώπινες ενέργειες ή από [[φυσικά]] αίτια, όπως σεισμούς, κατακρημνίσεις, ισχυρά ρεύματα κ.ά.<br />ε) «υποβρύχια [[άμυνα]]»<br />(ναυτ.-στρ.) το [[σύνολο]] τών υποβρυχίων και τών ναρκών που χρησιμοποιούνται για την [[άμυνα]] μιας χώρας ή μιας περιοχής<br />στ) «Ομάδες Υποβρύχιων Καταστροφών»<br /><b>στρ.</b> ομάδες [[κατάλληλα]] εκπαιδευμένες για να καταστρέφουν πλοία, υποβρύχια ή εγκαταστάσεις, τοποθετώντας εκρηκτικούς μηχανισμούς σε [[σημεία]] που βρίσκονται [[κάτω]] από την [[επιφάνεια]] του νερού<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται στο [[βάθος]], ο [[βαθύς]] («[[υποβρύχιος]] [[βυσσός]]», Οππ.)<br /><b>2.</b> (για [[σημεία]] και όργανα του σώματος) αυτός που βρίσκεται αρκετά [[κάτω]] από το [[δέρμα]] (α. «ὑποβρύχιοι ἐκπυήσιες», Ιπποκρ.<br />β. «ὀφθαλμῶν [[ὑποβρύχιος]] [[πόνος]]» — [[πόνος]] εντοπισμένος στο [[βάθος]] του ματιού, Αρετ.)<br /><b>3.</b> (για ταύρο) αυτός που μουγκρίζει [[σιγά]]<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> σκεπασμένος, καλυμμένος («[[ὑποβρύχιος]] ὑπὸ τοῡ πάθους», Ιωάνν. Χρυσ.)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «[[ὑποβρύχιος]] [[πυρετός]]» — [[κρυφός]] [[πυρετός]], [[πυρετός]] που ανεβαίνει [[σιγά]] [[σιγά]] <b>(Ιπποκρ.)</b>. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>υποβρυχίως</i> / <i>ὑποβρυχίως</i> ΝΜΑ, και <i>υποβρύχια</i> Ν<br />[[κάτω]] σπό την [[επιφάνεια]] του νερού<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> με δόλιο τρόπο, ύπουλα («ενεργεί [[πάντα]] υποβρυχίως»)<br /><b>αρχ.</b><br />(για τον πυρετό) ανεβαίνοντας [[σιγά]] [[σιγά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[βρύχιος]].
|mltxt=-α, -ο / [[ὑποβρύχιος]], -ία, -ον, ΝΜΑ, θηλ. και -ος και ιων. τ. -ίη, Α<br />αυτός που βρίσκεται ή που γίνεται [[κάτω]] από την [[επιφάνεια]] του νερού, [[κυρίως]] στη [[θάλασσα]] (α. «υποβρύχιες έρευνες» β. «ὑποβρύχιον... φέρων τὸν ἵππον», <b>Ηρόδ.</b><br />γ. «τὴν δ' [[ἄνεμος]] καὶ κῡμα θαλάσσης θῆκεν ὑποβρυχίην», <b>Ομ.</b> Ύμν.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[υποβρύχιο]]<br />(ναυτ.-στρ.) [[πλοίο]] [[κυρίως]] πολεμικό, ειδικά κατασκευασμένο και εξοπλισμένο, το οποίο μπορεί να πλέει και να μάχεται [[κάτω]] από την [[επιφάνεια]] της θάλασσας<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «ατομικό [[υποβρύχιο]]» ή «πυρηνικό [[υποβρύχιο]]»<br />(ναυτ.-στρ.) [[υποβρύχιο]] που κινείται με πυρηνική [[ενέργεια]]<br />β) «[[υποβρύχιο]] [[καλώδιο]]»<br />(ηλεκτρολ.-τηλεπικ.) [[σύνολο]] από αγωγούς οι οποίοι περικλείονται σε [[περίβλημα]] και ποντίζονται στον βυθό της θάλασσας με σκοπό τη [[μετάδοση]] σημάτων<br />γ) «υποβρύχια [[δραστηριότητα]]» — [[κάθε]] [[δραστηριότητα]] που διεξάγεται ή [[κάτω]] από την [[επιφάνεια]] του νερού ή στον βυθό, όπως [[είναι]] το [[υποβρύχιο]] [[ψάρεμα]], η υποβρύχια [[έρευνα]] και η [[κατάδυση]] σε μεγάλο [[βάθος]]<br />δ) «υποβρύχια [[καταστροφή]]» — [[καταστροφή]] εχθρικού στόχου [[κάτω]] από την [[επιφάνεια]] της θάλασσας ή [[καταστροφή]] του βυθού ή της θαλάσσιας ζωής από ανθρώπινες ενέργειες ή από [[φυσικά]] αίτια, όπως σεισμούς, κατακρημνίσεις, ισχυρά ρεύματα κ.ά.<br />ε) «υποβρύχια [[άμυνα]]»<br />(ναυτ.-στρ.) το [[σύνολο]] τών υποβρυχίων και τών ναρκών που χρησιμοποιούνται για την [[άμυνα]] μιας χώρας ή μιας περιοχής<br />στ) «Ομάδες Υποβρύχιων Καταστροφών»<br /><b>στρ.</b> ομάδες [[κατάλληλα]] εκπαιδευμένες για να καταστρέφουν πλοία, υποβρύχια ή εγκαταστάσεις, τοποθετώντας εκρηκτικούς μηχανισμούς σε [[σημεία]] που βρίσκονται [[κάτω]] από την [[επιφάνεια]] του νερού<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται στο [[βάθος]], ο [[βαθύς]] («[[υποβρύχιος]] [[βυσσός]]», Οππ.)<br /><b>2.</b> (για [[σημεία]] και όργανα του σώματος) αυτός που βρίσκεται αρκετά [[κάτω]] από το [[δέρμα]] (α. «ὑποβρύχιοι ἐκπυήσιες», Ιπποκρ.<br />β. «ὀφθαλμῶν [[ὑποβρύχιος]] [[πόνος]]» — [[πόνος]] εντοπισμένος στο [[βάθος]] του ματιού, Αρετ.)<br /><b>3.</b> (για ταύρο) αυτός που μουγκρίζει [[σιγά]]<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> σκεπασμένος, καλυμμένος («[[ὑποβρύχιος]] ὑπὸ τοῦ πάθους», Ιωάνν. Χρυσ.)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «[[ὑποβρύχιος]] [[πυρετός]]» — [[κρυφός]] [[πυρετός]], [[πυρετός]] που ανεβαίνει [[σιγά]] [[σιγά]] <b>(Ιπποκρ.)</b>. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>υποβρυχίως</i> / <i>ὑποβρυχίως</i> ΝΜΑ, και <i>υποβρύχια</i> Ν<br />[[κάτω]] σπό την [[επιφάνεια]] του νερού<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> με δόλιο τρόπο, ύπουλα («ενεργεί [[πάντα]] υποβρυχίως»)<br /><b>αρχ.</b><br />(για τον πυρετό) ανεβαίνοντας [[σιγά]] [[σιγά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[βρύχιος]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑποβρύχιος:''' [ῠ], -α (Ιων. -η), -ον, αυτός που βρίσκεται [[κάτω]] από το [[νερό]], σε Ηρόδ.
|lsmtext='''ὑποβρύχιος:''' [ῠ], -α (Ιων. -η), -ον, αυτός που βρίσκεται [[κάτω]] από το [[νερό]], σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑποβρύχιος:''' (ρῠ)<br /><b class="num">1)</b> находящийся под водой, потопленный Her.: ὑποβρύχιον θεῖναί τι HH утопить что-л.; ὑ. [[γενέσθαι]] Polyb. затонуть; ὑποβρύχιοι συμπεριφέρονται Plat. они кружатся под водой;<br /><b class="num">2)</b> зарывшийся в песок (ἑρπετά Luc.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=under [[water]], Hdt.
|mdlsjtxt=under [[water]], Hdt.
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=αὐτός πού βρίσκεται [[κάτω]] ἀπό τό νερό). Ἀπό τό [[ὑπό]] + [[βρύχιος]] (=[[βαθύς]]), πού παράγεται ἀπό τό οὐσ. [[βρύξ]] (=τό [[βάθος]] τῆς θάλασσας).
}}
{{trml
|trtx====[[underwater]]===
Belarusian: падводны; Bulgarian: подводен; Catalan: submarina; Chinese Mandarin: 水下; Czech: podvodní; Dutch: [[onderwater]], [[onderwater-]]; Esperanto: subakva; Finnish: vedenalainen; French: [[sous-marin]]; Georgian: წყალქვეშა; German: [[unter Wasser]], [[Unterwasser-]]; Greek: [[υποθαλάσσιος]]; Ancient Greek: [[ὑποβρύχιος]], [[ὕφυδρος]]; Irish: faoi uisce, faoi thoinn; Italian: [[subacqueo]], [[sottacqua]], [[sott'acqua]]; Japanese: 水中の; Kazakh: су асты; Korean: 수중; Latin: [[summersus]]; Latvian: zemūdens; Navajo: táłtłʼáahdi; Norwegian Nynorsk: undervass-; Polish: podwodny; Portuguese: [[submarino]], [[subaquático]], [[submarinho]]; Russian: [[подводный]]; Spanish: [[sumergido]]; Tamil: நீருக்கடியில்; Ukrainian: підводний; Welsh: tanddwr
}}
}}