3,274,917
edits
(4b) |
mNo edit summary |
||
(19 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ysterikos | |Transliteration C=ysterikos | ||
|Beta Code=u(steriko/s | |Beta Code=u(steriko/s | ||
|Definition= | |Definition=ὑστερική, ὑστερικόν, ([[ὑστέρα]]) of women,<br><span class="bld">A</span> [[suffering in the womb]], [[hysterical]], Hp.''Prorrh.''1.119, Arist.''GA''776a10; ὑστερικὴ [[πνίξ]] = [[hysterical suffocation]], [[passio hysterica]], [[hysterics]], Sor.2.26. Gal.11.47; also in plural, Id.14.181; so [[τὰ ὑστερικά]] (''[[sc.]]'' [[πάθη]]) Hp.''Aph.''5.35. Adv. [[ὑστερικῶς]] = [[in relation to the uterus]], πνιγόμεναι Dsc.2.8.<br><span class="bld">2</span> [[of the womb]] or [[belonging to the womb]], σκληρύσματα Hp.''Coac.''517; ὑμένες, [[πόρος]], Arist.''GA''717a5, 720b31; [[σπερμάτιον|σπερμάτια]] [[remedial]] [[for the womb]], Hp.''Mul.'' 1.45.<br><span class="bld">II</span> <b class="b3">ἐν ὑ. τόπῳ</b> dub. sens. in ''PLond.''3.755v.7 (iv A. D.). | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=<i>die [[Gebärmutter]] [[betreffend]], [[daran]] [[leidend]]</i>, τὰ [[ὑστερικὰ πάθη]], <i>[[Mutterbeschwerden]]</i>, Medic.; vgl. Arist. <i>gen.an</i>. 4.7. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑστερικός:''' [[ὑστέρα]] II]<br /><b class="num">1</b> [[маточный]] (πύρος Arst.);<br /><b class="num">2</b> [[подверженный маточным заболеваниям]] ([[γυνή]] Arst.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 15: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό / [[ὑστερικός]], -ή, -όν, ΝΑ, θηλ. και υστερικιά Ν<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[υστερία]] («υστερική [[κρίση]]»)<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που πάσχει από [[υστερία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[μήτρα]] («ὑστερικὸς [[ὑμήν]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> (για [[γυναίκα]]) αυτός που πάσχει στη [[μήτρα]], που υποφέρει από πόνους της μήτρας («μόνον ὑστερικόν ἐστι γυνὴ τῶν ἄλλων ζῴων», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ὑστερικά</i><br />οι πόνοι της μήτρας. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>υστερικώς</i> / <i>ὑστερικῶς</i> ΝΑ, και <i>υστερικά</i> Ν<br />[[κατά]] τρόπο υστερικό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὑστέρα]] «[[μήτρα]]». Για την επιστημον. σημ. της λ. <b>βλ. λ.</b> [[υστερία]]]. | |mltxt=-ή, -ό / [[ὑστερικός]], -ή, -όν, ΝΑ, θηλ. και υστερικιά Ν<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[υστερία]] («υστερική [[κρίση]]»)<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που πάσχει από [[υστερία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[μήτρα]] («ὑστερικὸς [[ὑμήν]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> (για [[γυναίκα]]) αυτός που πάσχει στη [[μήτρα]], που υποφέρει από πόνους της μήτρας («μόνον ὑστερικόν ἐστι γυνὴ τῶν ἄλλων ζῴων», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ὑστερικά</i><br />οι πόνοι της μήτρας. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>υστερικώς</i> / <i>ὑστερικῶς</i> ΝΑ, και <i>υστερικά</i> Ν<br />[[κατά]] τρόπο υστερικό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὑστέρα]] «[[μήτρα]]». Για την επιστημον. σημ. της λ. <b>βλ. λ.</b> [[υστερία]]]. | ||
}} | }} |