πωλικός: Difference between revisions

m
Text replacement - "Thier" to "Tier"
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "Thier" to "Tier")
 
(17 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=polikos
|Transliteration C=polikos
|Beta Code=pwliko/s
|Beta Code=pwliko/s
|Definition=ή, όν, (πῶλος) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">of foals, fillies</b>, or <b class="b2">young horses</b>, <b class="b3">π. ἀπήνη</b> a chariot <b class="b2">drawn by young horses</b> or (generally) <b class="b2">by horses</b>, <span class="bibl">S.<span class="title">OT</span>802</span>; so <b class="b3">π. ἄντυγες, ὄχημα, ζυγά, ὄχος</b>, <span class="bibl">E.<span class="title">Rh.</span>567</span>,<span class="bibl">621</span>, <span class="bibl"><span class="title">IA</span>619</span>,<span class="bibl">623</span>, etc.; <b class="b3">π. διώγματα</b> pursuit <b class="b2">in a chariot drawn by young horses</b>, <span class="bibl">Id.<span class="title">Andr.</span>992</span>; in races, <b class="b3">π. τέθριππον</b>, opp. <b class="b3">τέλεον τέθριππον</b>, <span class="title">IG</span>5(2).549 (Arc., iv B.C.); <b class="b3">ἵππων πωλικῷ ζεύγει</b> ib.<span class="bibl">22.2311.52</span>; <b class="b3">συνωρὶς π</b>. ib.<span class="bibl">42(1).101.46</span> (Epid., i A.D.), <span class="title">Supp.Epigr.</span>1.380b (Samos, ii B.C.); <b class="b3">ἅρμα π</b>. <span class="title">IG</span>42(1).101.48. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">of any young animal</b>, <b class="b3">-κὸν ζεῦγος βοῶν</b> a team of [[young]] oxen, <span class="bibl">Alc.Com.14</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">3</span> poet., <b class="b3">π. ἑδώλια</b> <b class="b2">the girls</b>' apartments, <span class="bibl">A. <span class="title">Th.</span>454</span> (lyr.).</span>
|Definition=πωλική, πωλικόν, ([[πῶλος]])<br><span class="bld">A</span> [[of foals]], [[of fillies]], [[of colts]], or [[of young horses]], <b class="b3">π. ἀπήνη</b> a [[chariot]] [[drawn by young horses]] or (generally) [[by horses]], [[Sophocles|S.]]''[[Oedipus Tyrannus|OT]]''802; so π. ἄντυγες, [[ὄχημα]], ζυγά, [[ὄχος]], E.''Rh.''567,621, ''IA''619,623, etc.; [[πωλικὰ διώγματα]] = [[pursuing]]s on a [[colt]]-[[draw]]n [[chariot]], [[pursuit]] in a [[chariot]] drawn by [[young]] [[horse]]s, Id.''Andr.''992; in [[race]]s, [[πωλικὸν τέθριππον]], opp. [[τέλεον τέθριππον]], ''IG''5(2).549 (Arc., iv B.C.); <b class="b3">ἵππων πωλικῷ ζεύγει</b> ib.22.2311.52; [[συνωρίς|συνωρὶς]] πωλική ib.42(1).101.46 (Epid., i A.D.), ''Supp.Epigr.''1.380b (Samos, ii B.C.); [[ἅρμα]] πωλικόν ''IG''42(1).101.48.<br><span class="bld">2</span> of any [[young]] [[animal]], πωλικὸν [[ζεῦγος]] βοῶν = a [[team]] of [[young]] [[ox]]en, Alc.Com.14.<br><span class="bld">3</span> ''poet.'', [[πωλικὰ ἑδώλια]] = the [[girl]]s' [[apartment]]s, A. ''Th.''454 (lyr.).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0827.png Seite 827]] von Fohlen, junge Pferde betreffend; [[ἀπήνη]] πωλική, ein mit jungen Pferden bespannter Wagen, Soph. O. R. 802; πωλικῷ δαμεὶς ὄχῳ, Eur. I. A. 623; πωλικῶν ἐξ ἀντύγων, Rhes. 567; überh. von jungen Thieren, πωλικὸν ζεῦγος βοῶν, Alcaeus bei Phot.; und übertr. = [[παρθενικός]], jungfräulich, ἑδώλια, Aesch. Spt. 436; χνοῦς, Theodorid. 6 (VI, 156).
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0827.png Seite 827]] von Fohlen, junge Pferde betreffend; [[ἀπήνη]] πωλική, ein mit jungen Pferden bespannter Wagen, Soph. O. R. 802; πωλικῷ δαμεὶς ὄχῳ, Eur. I. A. 623; πωλικῶν ἐξ ἀντύγων, Rhes. 567; überh. von jungen Tieren, πωλικὸν ζεῦγος βοῶν, Alcaeus bei Phot.; und übertr. = [[παρθενικός]], jungfräulich, ἑδώλια, Aesch. Spt. 436; χνοῦς, Theodorid. 6 (VI, 156).
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''πωλικός''': -ή, -όν, ([[πῶλος]]) ὁ ἀνήκων εἰς πώλους ἢ νέους ἵππους, [[ἀπήνη]] π., [[ἅμαξα]] ([[τετράτροχος]]) συρομένη ὑπὸ πώλων ἢ ἡμιόνων, Σοφ. Ο. Τ. 802· οὕτω, π. ἄντυγες, [[ὄχος]], [[ὄχημα]], ζυγὰ Εὐρ. Ρῆσ. 567, Ψευδο-Εὐρ. Ι. Α. 623, κτλ.· πωλικοῖς διώγμασιν «τοῖς διὰ τῶν ἁρμάτων διώγμασιν» (Ἡσύχ.) ὁ αὐτ. ἐν Ἀνδρ. 993· ― ἐν τοῖς ἀγῶσι, πωλικὸν ἅρμα, ἦτο τὸ [[ἐναντίον]] τοῦ ἅρμα τέλειον Συλλ. Ἐπιγρ. 1591b. 61., 2758 III.D· πρβλ. [[πῶλος]]. 2) ἐπὶ παντὸς νεαροῦ ζῴου, πωλικὸν [[ζεῦγος]] βοῶν, [[ζεῦγος]] νέων βοῶν, Ἀλκαῖος ἐν «Ἱερῷ γάμῳ» 1. 2. 3) ποιητ., π. ἑδώλια, τὰ διαμερίσματα τῶν κορασίων Αἰσχύλ. Θήβ. 454, πρβλ. [[πῶλος]] Ι. 3. ― Ἐπίρρ. πωλικῶς ἐνάλλεσθαι, δηλ. ὡς [[πῶλος]], Ἰσίδ. Θεσ. σ. 113, ἔκδ. Mi.
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> [[de poulain]] : πωλικὴ [[ἀπήνη]] SOPH char traîné par de jeunes chevaux;<br /><b>2</b> <i>p. anal.</i> de jeune fille.<br />'''Étymologie:''' [[πῶλος]].
}}
{{elnl
|elnltext=πωλικός -ή -όν [πῶλος] van een veulen:; ὄμμα πωλικόν het oog van een veulen Eur. IA 620; door (jonge) paarden getrokken:; ἐπὶ πωλικῆς... ἀπήνης in een reiswagen getrokken door veulens Soph. OT 802; πωλικὰ διώγματα achtervolging met paard en wagen Eur. Andr. 992; overdr.. πωλικὰ ἑδώλια meisjesvertrekken Aeschl. Sept. 454.
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> de poulain : πωλικὴ [[ἀπήνη]] SOPH char traîné par de jeunes chevaux;<br /><b>2</b> <i>p. anal.</i> de jeune fille.<br />'''Étymologie:''' [[πῶλος]].
|elrutext='''πωλικός:'''<br /><b class="num">1</b> [[влекомый молодыми конями]], [[конный]] ([[ἀπήνη]] Soph.; ἄντυγες Eur.): πωλικὰ διώγματα Eur. конная погоня;<br /><b class="num">2</b> [[девичий]] (πωλικὰ ἑδώλια Aesch.).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α [[πῶλος]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε πώλους, σε πουλάρια<br /><b>2.</b> (γενικά) νεαρό, μικρής ηλικίας ζώο («πωλικὸν ζεῡγος βοῶν», Αλκ. Κωμ.)<br /><b>3.</b> (στην [[ποίηση]]) [[παρθενικός]], [[κοριτσίστικος]] ή [[αγορίστικος]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «πωλικὴ [[ἀπήνη]]» — [[άρμα]] που σύρεται από πώλους ή, γενικά, άλογα<br />β) «πωλικὰ διώγματα» — [[καταδίωξη]] με [[άρμα]] που σύρεται από πώλους<br />γ) «πωλικὸν [[τέθριππον]]» — [[άρμα]] που σύρεται από πώλους, σε [[αντιδιαστολή]] με το <i>τέλεον [[τέθριππον]] που [[είναι]] το [[άρμα]] που σύρεται από ώριμα άλογα. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πωλικῶς</i> Α<br />[[κατά]] τρόπο πωλικό.
|mltxt=-ή, -όν, Α [[πῶλος]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε πώλους, σε πουλάρια<br /><b>2.</b> (γενικά) νεαρό, μικρής ηλικίας ζώο («πωλικὸν ζεῡγος βοῶν», Αλκ. Κωμ.)<br /><b>3.</b> (στην [[ποίηση]]) [[παρθενικός]], [[κοριτσίστικος]] ή [[αγορίστικος]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «πωλικὴ [[ἀπήνη]]» — [[άρμα]] που σύρεται από πώλους ή, γενικά, άλογα<br />β) «πωλικὰ διώγματα» — [[καταδίωξη]] με [[άρμα]] που σύρεται από πώλους<br />γ) «πωλικὸν [[τέθριππον]]» — [[άρμα]] που σύρεται από πώλους, σε [[αντιδιαστολή]] με το τέλεον [[τέθριππον]] που [[είναι]] το [[άρμα]] που σύρεται από ώριμα άλογα. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[πωλικῶς]] Α<br />[[κατά]] τρόπο πωλικό.
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πωλικός:''' -ή, -όν ([[πῶλος]]),<br /><b class="num">1.</b> αυτός που ανήκει στα πουλάρια, στις φοράδες ή στα νεαρά άλογα, [[ἀπήνη]] πωλική, τετράτροχη [[άμαξα]] που σύρεται από νεαρά άλογα, σε Σοφ., Ευρ.· <i>πωλικὰ διώγματα</i>, [[καταδίωξη]] με άμαξες που σύρονται από άλογα, σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για [[κάθε]] νεαρό ζώο, <i>πωλικά ἑδώλια</i>, τα διαμερίσματα των κοριτσιών, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''πωλικός:''' -ή, -όν ([[πῶλος]]),<br /><b class="num">1.</b> αυτός που ανήκει στα πουλάρια, στις φοράδες ή στα νεαρά άλογα, [[ἀπήνη]] πωλική, τετράτροχη [[άμαξα]] που σύρεται από νεαρά άλογα, σε Σοφ., Ευρ.· <i>πωλικὰ διώγματα</i>, [[καταδίωξη]] με άμαξες που σύρονται από άλογα, σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για [[κάθε]] νεαρό ζώο, <i>πωλικά ἑδώλια</i>, τα διαμερίσματα των κοριτσιών, σε Αισχύλ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πωλικός:'''<br /><b class="num">1)</b> влекомый молодыми конями, конный ([[ἀπήνη]] Soph.; ἄντυγες Eur.): πωλικὰ διώγματα Eur. конная погоня;<br /><b class="num">2)</b> девичий (πωλικὰ ἑδώλια Aesch.).
|lstext='''πωλικός''': -ή, -όν, ([[πῶλος]]) ὁ ἀνήκων εἰς πώλους ἢ νέους ἵππους, [[ἀπήνη]] π., [[ἅμαξα]] ([[τετράτροχος]]) συρομένη ὑπὸ πώλων ἢ ἡμιόνων, Σοφ. Ο. Τ. 802· οὕτω, π. ἄντυγες, [[ὄχος]], [[ὄχημα]], ζυγὰ Εὐρ. Ρῆσ. 567, Ψευδο-Εὐρ. Ι. Α. 623, κτλ.· πωλικοῖς διώγμασιν «τοῖς διὰ τῶν ἁρμάτων διώγμασιν» (Ἡσύχ.) ὁ αὐτ. ἐν Ἀνδρ. 993· ― ἐν τοῖς ἀγῶσι, πωλικὸν ἅρμα, ἦτο τὸ [[ἐναντίον]] τοῦ ἅρμα τέλειον Συλλ. Ἐπιγρ. 1591b. 61., 2758 III.D· πρβλ. [[πῶλος]]. 2) ἐπὶ παντὸς νεαροῦ ζῴου, πωλικὸν [[ζεῦγος]] βοῶν, [[ζεῦγος]] νέων βοῶν, Ἀλκαῖος ἐν «Ἱερῷ γάμῳ» 1. 2. 3) ποιητ., π. ἑδώλια, τὰ διαμερίσματα τῶν κορασίων Αἰσχύλ. Θήβ. 454, πρβλ. [[πῶλος]] Ι. 3. ― Ἐπίρρ. πωλικῶς ἐνάλλεσθαι, δηλ. ὡς [[πῶλος]], Ἰσίδ. Θεσ. σ. 113, ἔκδ. Mi.
}}
{{elnl
|elnltext=πωλικός -ή -όν [πῶλος] van een veulen:; ὄμμα πωλικόν het oog van een veulen Eur. IA 620; door (jonge) paarden getrokken:; ἐπὶ πωλικῆς... ἀπήνης in een reiswagen getrokken door veulens Soph. OT 802; πωλικὰ διώγματα achtervolging met paard en wagen Eur. Andr. 992; overdr.. πωλικὰ ἑδώλια meisjesvertrekken Aeschl. Sept. 454.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[πωλικός]], ή, όν [[πῶλος]]<br /><b class="num">1.</b> of foals, fillies, or [[young]] horses, [[ἀπήνη]] π. a [[chariot]] [[drawn]] by horses, Soph., Eur.; π. διώγματα [[pursuit]] in [[chariot]] [[drawn]] by horses, Eur.<br /><b class="num">2.</b> of any [[young]] [[animal]], π. ἑδώλια the girls' apartments, Aesch.
|mdlsjtxt=[[πωλικός]], ή, όν [[πῶλος]]<br /><b class="num">1.</b> of foals, fillies, or [[young]] horses, [[ἀπήνη]] π. a [[chariot]] [[drawn]] by horses, Soph., Eur.; π. διώγματα [[pursuit]] in [[chariot]] [[drawn]] by horses, Eur.<br /><b class="num">2.</b> of any [[young]] [[animal]], π. ἑδώλια the girls' apartments, Aesch.
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[of a horse]], [[of foal]]
}}
}}