καθυστέρηση: Difference between revisions

m
no edit summary
(18)
 
mNo edit summary
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η [[καθυστερώ]]<br /><b>1.</b> [[αργοπορία]], [[βραδύτητα]], [[αναβολή]], [[επιβράδυνση]] («[[καθυστέρηση]] πληρωμής»)<br /><b>2.</b> η μη έγκαιρη [[άφιξη]] («[[καθυστέρηση]] αεροπλάνου»)<br /><b>3.</b> το [[χρονικό]] [[διάστημα]] [[κατά]] το οποίο καθυστερεί [[κάποιος]] («το [[πλοίο]] είχε [[τρεις]] ώρες [[καθυστέρηση]]»)<br /><b>4.</b> πρωτόγονη [[κατάσταση]], [[υπανάπτυξη]], οπισθοδρομικότητα («στις χώρες αυτές παρατηρείται [[μεγάλη]] [[καθυστέρηση]]»)<br /><b>5.</b> <b>(ψυχιατρ.)</b> η [[βραδύτητα]] της αναπτύξεως τών νοητικών λειτουργιών, η [[κατάσταση]] του διανοητικά καθυστερημένου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καθυστερώ]]. Η λ., στον λόγιο τ. <i>καθυστέρησις</i>, μαρτυρείται από το 1885 στα έγγραφα της Εταιρείας του Φοίνικος].
|mltxt=η [[καθυστερώ]]<br /><b>1.</b> [[αργοπορία]], [[βραδύτητα]], [[αναβολή]], [[επιβράδυνση]] («[[καθυστέρηση]] πληρωμής»)<br /><b>2.</b> η μη έγκαιρη [[άφιξη]] («[[καθυστέρηση]] αεροπλάνου»)<br /><b>3.</b> το [[χρονικό]] [[διάστημα]] [[κατά]] το οποίο καθυστερεί [[κάποιος]] («το [[πλοίο]] είχε [[τρεις]] ώρες [[καθυστέρηση]]»)<br /><b>4.</b> πρωτόγονη [[κατάσταση]], [[υπανάπτυξη]], οπισθοδρομικότητα («στις χώρες αυτές παρατηρείται [[μεγάλη]] [[καθυστέρηση]]»)<br /><b>5.</b> <b>(ψυχιατρ.)</b> η [[βραδύτητα]] της αναπτύξεως τών νοητικών λειτουργιών, η [[κατάσταση]] του διανοητικά καθυστερημένου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καθυστερώ]]. Η λ., στον λόγιο τ. <i>καθυστέρησις</i>, μαρτυρείται από το 1885 στα έγγραφα της Εταιρείας του Φοίνικος].
}}
{{trml
|trtx====[[delay]]===
Arabic: تَأْخِير‎, تَأَخَّر‎; Egyptian Arabic: مهلة‎; Armenian: ուշացում; Assamese: পলম, দেৰি; Azerbaijani: ləngimə, yubanma, gecikmə, təxir; Belarusian: затрымка, прыпынак, прамаруджанне, спазненне; Bulgarian: отлагане, забавяне, закъснение; Catalan: retard, demora, endarreriment; Chinese Mandarin: 遲延/迟延, 延遲/延迟; Czech: zpoždění; Dutch: [[vertraging]]; Esperanto: prokrasto; Finnish: viivästys, viive, viipymä, viivästymä, jahkailu, viivyttely, vitkastelu, aikailu, kuhnailu, lykkäys, vitkuttelu; French: [[délai]], [[retard]]; Galician: demora, mora, retraso; German: [[Verzögerung]], [[Verspätung]]; Greek: [[καθυστέρηση]]; Ancient Greek: [[διατριβή]], [[τριβή]], [[μονή]], [[ἕδρα]], [[μελλήματα]], [[μέλλησις]], [[ἐπιμονή]], [[ἐπίσχεσις]], [[μελλώ]]; Hebrew: איחור / אִחוּר‎; Hindi: देर, विलंब; Hungarian: késedelem, késés; Icelandic: töf; Indonesian: keterlambatan; Irish: faillí; Italian: [[ritardo]]; Japanese: 遅れ, 遅延; Korean: 지연(遲延), 지체(遲滯); Kurdish Central Kurdish: دواخستن‎, پاشخستن‎; Latin: [[mora]]; Macedonian: одложување; Maltese: dewmien; Maori: akutōtanga, roa; Norwegian Bokmål: forsinkelse; Persian: دِرَنگ‎, دیرکَرد‎; Polish: opóźnienie,; Portuguese: [[atraso]], [[demora]], [[mora]], [[espera]]; Romanian: întârziere; Russian: [[задержка]], [[промедление]], [[опоздание]]; Scottish Gaelic: dàil; Slovak: sklz, zdržanie, meškanie; Slovene: zamuda, odlašanje; Somali: daahi; Spanish: [[retraso]], [[demora]]; Swedish: försening, fördröjning, uppskov; Telugu: ఆలస్యము; Thai: ดีเลย์; Tigrinya: ደንጐየ, ድንጓየ, ደንጎየ; Turkish: gecikme, rötar; Ukrainian: затримка, затримка, задержка, гаянка, зволікання, спі́знення; Urdu: دیر‎; Yiddish: אָפּלייג‎; Zazaki: rotar, peymende
}}
}}