ὑπέρκοπος: Difference between revisions

m
Text replacement - "müthig" to "mütig"
(43)
m (Text replacement - "müthig" to "mütig")
 
(21 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=yperkopos
|Transliteration C=yperkopos
|Beta Code=u(pe/rkopos
|Beta Code=u(pe/rkopos
|Definition=ον: (<b class="b3">κόπτω</b>, cf. [[παράκοπος]]):—<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">overstepping all bounds, extravagant, arrogant</b>, δόρν A.<b class="b2">th</b>.455 (lyr.); ὑπέρκοπον μηδέν ποτ' εἴπης αὐτὸς ἐς θεοὺς ἔπος <span class="bibl">S.<span class="title">Aj.</span>127</span>. Adv. <b class="b3">-πως</b> <b class="b2">extravagantly, excessively</b>, οἱ δ' ὑ. ἐν τοῖσι σοῖς πόνοισι χλίουσιν μέγα <span class="bibl">A.<span class="title">Ch.</span>136</span>; and Grotius' cj. <b class="b3">ὑπερκόπως</b> (for <b class="b3">-κότως</b>) is generally received in <span class="bibl">Id.<span class="title">Ag.</span> 468</span> (lyr.), <b class="b3">τὸ δ' ὑπερκόπως κλύειν εὖ</b>.—Since <b class="b3">ὑπέρκοπος</b> is required by the metre in the above passages, whilst in those cited under foreg. (exc. Men. l. c.) either <b class="b3">ὑπέρκομπος</b> or <b class="b3">ὑπέρκοπος</b> might stand, Blomf. proposed to read <b class="b3">-κοπος</b> everywhere in Trag. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">overtired, worn out</b>, <b class="b3">ὑ. γενομένη [ἡ πάρδαλις</b>] <span class="bibl">Arist.<span class="title">Mir.</span>831a9</span>, cf. <span class="bibl">Poll.5.84</span>.</span>
|Definition=ον: ([[κόπτω]], cf. [[παράκοπος]]):—<br><span class="bld">A</span> [[overstepping all bounds]], [[extravagant]], [[arrogant]], δόρν A.th.455 (lyr.); ὑπέρκοπον μηδέν ποτ' εἴπης αὐτὸς ἐς θεοὺς ἔπος S.Aj.127. Adv. [[ὑπερκόπως]] = [[extravagantly]], [[excessively]], οἱ δ' ὑ. ἐν τοῖσι σοῖς πόνοισι χλίουσιν μέγα A.Ch.136; and Grotius' cj. [[ὑπερκόπως]] (for [[ὑπερκότως]]) is generally received in Id.Ag. 468 (lyr.), τὸ δ' ὑπερκόπως κλύειν εὖ.—Since [[ὑπέρκοπος]] is required by the metre in the above passages, whilst in those cited under [[ὑπέρκομπος]] (exc. Men. l. c.) either [[ὑπέρκομπος]] or [[ὑπέρκοπος]] might stand, Blomf. proposed to read ὑπέρκοπος everywhere in Trag.<br><span class="bld">II</span> [[overtired]], [[worn out]], ὑ. γενομένη [ἡ πάρδαλις] Arist.Mir.831a9, cf. Poll.5.84.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1198.png Seite 1198]] eigtl. überschreitend, bes. Maaß und Ziel, dah. übermüthig, zügellos, [[δόρυ]] Aesch. Spt. 437, u. adv., Ch. 134; ὑπέρκοπον [[μηδέν]] ποτ' εἴπῃς αὐτὸς εἰς θεοὺς [[ἔπος]] Soph. Ai. 127. übermüde, ganz entkräftet (?).
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1198.png Seite 1198]] eigtl. überschreitend, bes. Maaß und Ziel, dah. übermütig, zügellos, [[δόρυ]] Aesch. Spt. 437, u. adv., Ch. 134; ὑπέρκοπον [[μηδέν]] ποτ' εἴπῃς αὐτὸς εἰς θεοὺς [[ἔπος]] Soph. Ai. 127. übermüde, ganz entkräftet (?).
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui dépasse le but ; <i>ou</i> pê trop tranchant, <i>d'où</i> [[orgueilleux]], [[arrogant]], [[présomptueux]].<br />'''Étymologie:''' [[ὑπέρ]], [[κόπτω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπέρκοπος:'''<br /><b class="num">1</b> [[дерзновенный]], [[высокомерный]] ([[δόρυ]] Aesch.; [[ἔπος]] Soph.);<br /><b class="num">2</b> [[обессиленный]], [[ослабевший]] (ὑπὸ τοῦ φαρμάκου Arst.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑπέρκοπος''': -ον, (√ΚΟΠ, [[κόπτω]], πρβλ. [[παράκοπος]]), ὁ ὑπερβαίνων πᾶν [[ὅριον]], [[θρασύς]], [[αὐθάδης]], [[ἀλαζονικός]], ὑπέρκοπον μηδέν ποτ’ εἴπης αὐτὸς ἐς θεοὺς [[ἔπος]] Σοφ. Αἴ. 127. - Ἐπίρρ., αὐθαδῶς, ὑπερηφάνως, ὑπερβολικῶς, οἱ δ’ ὑπερκόπως ἐν τοῖσι σοῖς πόνοισι χλίουσιν μέγα Αἰσχύλ. Χο. 136· καὶ ἡ ὑπὸ τοῦ Heath [[διόρθωσις]] τοῦ ὑπερκόπως (ἀντὶ -κότως) ἐγένετο [[καθόλου]] δεκτὴ ἐν Ἀγαμ. 467, τὸ δ’ ὑπερκόπως κλύειν εὖ. - Ἐν τοῖς χωρίοις ὅσα μνημονεύονται [[ἐνταῦθα]] καὶ ἐν λέξ. [[ὑπέρκομπος]], ἑκατέρα [[λέξις]] κάλλιστα ἁρμόττει· [[ἐπειδὴ]] [[ὅμως]] ἐν τοῖς πρὸ μικροῦ μνημονευθεῖσι χωρίοις τὸ [[μέτρον]] ἀναγκαίως ἀπαιτεῖ [[ὑπέρκοπος]], ἐν ᾧ οὐδὲν τῶν χωρίων τῶν ἀναφερομένων ἐν λέξ. [[ὑπέρκομπος]] (πλὴν τοῦ [[αὐτόθι]] χωρίου τοῦ Μενάνδρου) ἀπαιτεῖ [[ὑπέρκομπος]], ὁ Blomf. ἐν Αἰσχύλ. Θήβ. (ἔνθ’ ἀνωτ.) προτείνει νὰ γράφηται [[ὑπέρκοπος]] ἀντὶ -κομπος ἁπανταχοῦ τῶν Τραγικῶν. ΙΙ. καταπεπονημένος, [[κατάκοπος]], ὑπ. γενομένη [ἡ [[πάρδαλις]]] Ἀριστ. περὶ Θαυμασ. 6, πρβλ. [[Πολυδ]]. Ε΄, 84.
|lstext='''ὑπέρκοπος''': -ον, (√ΚΟΠ, [[κόπτω]], πρβλ. [[παράκοπος]]), ὁ ὑπερβαίνων πᾶν [[ὅριον]], [[θρασύς]], [[αὐθάδης]], [[ἀλαζονικός]], ὑπέρκοπον μηδέν ποτ’ εἴπης αὐτὸς ἐς θεοὺς [[ἔπος]] Σοφ. Αἴ. 127. - Ἐπίρρ., αὐθαδῶς, ὑπερηφάνως, ὑπερβολικῶς, οἱ δ’ ὑπερκόπως ἐν τοῖσι σοῖς πόνοισι χλίουσιν μέγα Αἰσχύλ. Χο. 136· καὶ ἡ ὑπὸ τοῦ Heath [[διόρθωσις]] τοῦ ὑπερκόπως (ἀντὶ -κότως) ἐγένετο [[καθόλου]] δεκτὴ ἐν Ἀγαμ. 467, τὸ δ’ ὑπερκόπως κλύειν εὖ. - Ἐν τοῖς χωρίοις ὅσα μνημονεύονται [[ἐνταῦθα]] καὶ ἐν λέξ. [[ὑπέρκομπος]], ἑκατέρα [[λέξις]] κάλλιστα ἁρμόττει· [[ἐπειδὴ]] [[ὅμως]] ἐν τοῖς πρὸ μικροῦ μνημονευθεῖσι χωρίοις τὸ [[μέτρον]] ἀναγκαίως ἀπαιτεῖ [[ὑπέρκοπος]], ἐν ᾧ οὐδὲν τῶν χωρίων τῶν ἀναφερομένων ἐν λέξ. [[ὑπέρκομπος]] (πλὴν τοῦ [[αὐτόθι]] χωρίου τοῦ Μενάνδρου) ἀπαιτεῖ [[ὑπέρκομπος]], ὁ Blomf. ἐν Αἰσχύλ. Θήβ. (ἔνθ’ ἀνωτ.) προτείνει νὰ γράφηται [[ὑπέρκοπος]] ἀντὶ -κομπος ἁπανταχοῦ τῶν Τραγικῶν. ΙΙ. καταπεπονημένος, [[κατάκοπος]], ὑπ. γενομένη [ἡ [[πάρδαλις]]] Ἀριστ. περὶ Θαυμασ. 6, πρβλ. Πολυδ. Ε΄, 84.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui dépasse le but ; <i>ou</i> pê trop tranchant, <i>d’où</i> orgueilleux, arrogant, présomptueux.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπέρ]], [[κόπτω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που υπερβαίνει [[κάθε]] [[μέτρο]], [[κάθε]] όριο<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[θρασύς]], [[αυθάδης]], [[αλαζονικός]]<br /><b>3.</b> υπερβολικά κουρασμένος, [[κατάκοπος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ὑπερκόπως</i> Α<br />με υπέρμετρα αυθάδη ή αλαζονικό τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>υπερ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>κοπος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κόπος]] <span style="color: red;"><</span> [[κόπτω]]), <b>πρβλ.</b> [[παρά]]-<i>κοπος</i>].
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που υπερβαίνει [[κάθε]] [[μέτρο]], [[κάθε]] όριο<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[θρασύς]], [[αυθάδης]], [[αλαζονικός]]<br /><b>3.</b> υπερβολικά κουρασμένος, [[κατάκοπος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ὑπερκόπως</i> Α<br />με υπέρμετρα αυθάδη ή αλαζονικό τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>υπερ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>κοπος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κόπος]] <span style="color: red;"><</span> [[κόπτω]]), <b>πρβλ.</b> [[παρά]]-<i>κοπος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὑπέρκοπος:''' -ον ([[κόπτω]]), αυτός που υπερβαίνει [[κάθε]] όριο, [[επιδεικτικός]], [[αλαζονικός]], [[υπεροπτικός]], σε Αισχύλ., Σοφ.· επίρρ. <i>-πως</i>, υπερβολικά, αλαζονικά, υπέρμετρα, σε Αισχύλ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ὑπέρ]]-κοπος, ον, [[κόπτω]]<br />overstepping all bounds, [[extravagant]], [[arrogant]], Aesch., Soph.:—adv. -πως, [[excessively]], Aesch.
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[boastful]], [[haughty]], [[proud]], [[high sounding]], [[puffed up]]
}}
}}