3,274,522
edits
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(btext.*?)’([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)" to "$1'$2") |
mNo edit summary |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=thema | |Transliteration C=thema | ||
|Beta Code=qe/ma | |Beta Code=qe/ma | ||
|Definition=ατος, τό, ([[τίθημι]]) < | |Definition=-ατος, τό, ([[τίθημι]])<br><span class="bld">A</span> [[that which is placed]] or [[laid down]]:<br><span class="bld">1</span> [[money deposited]], [[deposit]], Ceb.31, ''PCair.Zen.''22.11 (iii B.C.), ''SIG''742.58 (Ephesus, i B.C.), Plu.2.116a,b; also, of grain, ''PRyl.''199.12 (i A.D.); ἐν θέματι ἔχειν παρά τινος ''PTeb.''120.125 (i B.C.); [[treasure]], [[LXX]] ''To.''4.9.<br><span class="bld">2</span> [[pile]], of loaves, ib.''Le.''24.6,7; <b class="b3">θέματα βρωμάτων παρακείμενα ἐπὶ τάφῳ</b> ib.''Si.''30.18.<br><span class="bld">3</span> = [[θήκη]], [[coffer]], ib.''1 Ki.''6.8.<br><span class="bld">4</span> [[position]], [[situation]], of land, ''IG''14.217 (Acrae).<br><span class="bld">5</span> Astrol., [[nativity]], '[[horoscope]]' (in mod. sense), Suet.''Aug.''94, Vett.Val.194.20,al., Man. 1.278.<br><span class="bld">6</span> either [[common burial-place]] or [[common land]], Michel995 ''B'' 50 (pl.); [[private burial-ground]], <b class="b3">ἡ σορὸς καὶ τὸ βαθρικὸν καὶ τὸ ὑποκείμενον θέμα</b> ''Judeich Altertümervon Hierapolis'' 208, cf. 124,al.; <b class="b3">θέμα· ἕξις, τόπος, στάσις, μνῆμα</b>, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]<br><span class="bld">II</span> [[something proposed as a prize]], IG 9(1).12 (Ambryssus), ''SIG''867.67 (Ephesus, ii A.D.), ''Sammelb.''6222.27 (iii A.D.).<br><span class="bld">III</span> [[case proposed for discussion]], [[theme]] of an argument, Quint.4.2.28, D.L.7.78.<br><span class="bld">b</span> [[proposition]], [[premiss]], θ. ὁμολογούμενα Longin.32.8.<br><span class="bld">c</span> [[case]], in Law, Just.''Nov.''2.3''Intr.'', 4.2 (pl.), dub. in ''IG''4.364 (cf. ''Supp.Epigr.''1.64).<br><span class="bld">2</span> [[arbitrary determination]],opp. [[φύσις]], ὁ κατὰ θέμα καλὸς λόγος Phld.''Rh.''1.151 S.; <b class="b3">νόμοις καὶ θέμασιν διαφέρειν</b> ib.259 S., cf. ''Po.''5.22.<br><span class="bld">3</span> in Gramm., [[primary]] (non-derivative) [[element]] or [[form]], A.D.''Pron.''11.21, al., cf. ''Synt.''47.22; of the present tense, τὸ θ., ἀμύσσω· ὁ μέλλων, ἀμύξω ''EM''88.13.<br><span class="bld">4</span> in Stoic Logic, [[mode of reduction]] of an irregular syllogism, ''Stoic.''2.77,83,al. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το (AM [[θέμα]]) [[τίθημι]]<br /><b>1.</b> αυτό που τίθεται, το προκείμενο<br /><b>2.</b> το [[ζήτημα]] [[γύρω]] από το οποίο στρέφεται η [[ομιλία]], το [[αντικείμενο]] συζήτησης ή έρευνας («ποιο [[είναι]] το [[θέμα]] της διάλεξης [[σήμερα]];»)<br /><b>3.</b> <b>(γλωσσολ.)</b> [[τμήμα]] της λέξης το οποίο θεωρούσαν οι αρχαίοι γραμματικοί ως [[βάση]] στην οποία στηρίζεται το μεταβλητό (κλιτό) [[μέρος]] αυτής, ενώ [[κατά]] την ινδοευρωπαϊκή [[γλωσσολογία]] συνίσταται από τη [[ρίζα]] της λέξης στην οποία προστέθηκαν τα θεματικά μορφήματα<br /><b>4.</b> <b>(νομ.)</b> η [[υπόθεση]], η [[δίκη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> το [[ζήτημα]] που δίνεται στους εξεταζόμενους για [[λύση]], [[μετάφραση]] ή [[ανάπτυξη]] («τα θέματα τών εξετάσεων ήταν δύσκολα»)<br /><b>2.</b> το [[αντικείμενο]], το [[περιεχόμενο]] («αυτός ο [[πίνακας]] έχει [[ωραίο]] [[θέμα]]»)<br /><b>3.</b> <b>μουσ.</b> [[μουσική]] [[ιδέα]] που χρησιμεύει ως [[βάση]] για τη [[σύνθεση]] ολόκληρου έργου, το [[μοτίβο]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «δεν υπάρχει [[θέμα]]» — δεν γεννάται [[ζήτημα]], δεν υπάρχει [[λόγος]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[μεγάλη]] στρατιωτική και [[πολιτική]] διοικητική [[περιφέρεια]] του βυζαντινού κράτους<br /><b>2.</b> στρατιωτική [[μονάδα]] αποτελούμενη από [[τέσσερεις]] χιλιάδες άνδρες<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(στην [[αστρολογία]]) [[ωροσκόπιο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> τα χρήματα που έχουν κατατεθεί στην [[τράπεζα]] ως [[εγγύηση]] («[[ουδέ]] γάρ oἱ τραπεζῖται... ἀπαιτούμενοι τά θέματα, δυσχεραίνουσιν ἐπί τῇ ἀποδόσει», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[θησαυρός]], [[απόθεμα]] («[[θέμα]] γάρ ἀγαθόν θησαυρίζεις σεαυτῷ εἰς ἡμέραν ἀνάγκης», ΠΔ)<br /><b>3.</b> [[στοίβα]], [[σωρός]] («θέματα βρωμάτων παρακείμενα ἐπὶ τάφῳ», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>4.</b> [[θήκη]], [[κιβώτιο]]<br /><b>5.</b> [[βραβείο]], έπαθλο<br /><b>6.</b> [[κοινός]] [[τόπος]] ταφής ή [[κοινή]] γη («ἡ [[σορός]] καὶ το [[βαθρικόν]] και το ὑποκείμενον [[θέμα]]», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>7.</b> αυθαίρετη [[απόφαση]]<br /><b>8.</b> (στους Στωικ.) [[τρόπος]] αναγωγής ανώμαλου συλλογισμού<br /><b>9.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[θέμα]]<br />[[ἕξις]], [[τόπος]], [[στάσις]], [[μνῆμα]]». | |mltxt=το (AM [[θέμα]]) [[τίθημι]]<br /><b>1.</b> αυτό που τίθεται, το προκείμενο<br /><b>2.</b> το [[ζήτημα]] [[γύρω]] από το οποίο στρέφεται η [[ομιλία]], το [[αντικείμενο]] συζήτησης ή έρευνας («ποιο [[είναι]] το [[θέμα]] της διάλεξης [[σήμερα]];»)<br /><b>3.</b> <b>(γλωσσολ.)</b> [[τμήμα]] της λέξης το οποίο θεωρούσαν οι αρχαίοι γραμματικοί ως [[βάση]] στην οποία στηρίζεται το μεταβλητό (κλιτό) [[μέρος]] αυτής, ενώ [[κατά]] την ινδοευρωπαϊκή [[γλωσσολογία]] συνίσταται από τη [[ρίζα]] της λέξης στην οποία προστέθηκαν τα θεματικά μορφήματα<br /><b>4.</b> <b>(νομ.)</b> η [[υπόθεση]], η [[δίκη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> το [[ζήτημα]] που δίνεται στους εξεταζόμενους για [[λύση]], [[μετάφραση]] ή [[ανάπτυξη]] («τα θέματα τών εξετάσεων ήταν δύσκολα»)<br /><b>2.</b> το [[αντικείμενο]], το [[περιεχόμενο]] («αυτός ο [[πίνακας]] έχει [[ωραίο]] [[θέμα]]»)<br /><b>3.</b> <b>μουσ.</b> [[μουσική]] [[ιδέα]] που χρησιμεύει ως [[βάση]] για τη [[σύνθεση]] ολόκληρου έργου, το [[μοτίβο]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «δεν υπάρχει [[θέμα]]» — δεν γεννάται [[ζήτημα]], δεν υπάρχει [[λόγος]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[μεγάλη]] στρατιωτική και [[πολιτική]] διοικητική [[περιφέρεια]] του βυζαντινού κράτους<br /><b>2.</b> στρατιωτική [[μονάδα]] αποτελούμενη από [[τέσσερεις]] χιλιάδες άνδρες<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(στην [[αστρολογία]]) [[ωροσκόπιο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> τα χρήματα που έχουν κατατεθεί στην [[τράπεζα]] ως [[εγγύηση]] («[[ουδέ]] γάρ oἱ τραπεζῖται... ἀπαιτούμενοι τά θέματα, δυσχεραίνουσιν ἐπί τῇ ἀποδόσει», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[θησαυρός]], [[απόθεμα]] («[[θέμα]] γάρ ἀγαθόν θησαυρίζεις σεαυτῷ εἰς ἡμέραν ἀνάγκης», ΠΔ)<br /><b>3.</b> [[στοίβα]], [[σωρός]] («θέματα βρωμάτων παρακείμενα ἐπὶ τάφῳ», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>4.</b> [[θήκη]], [[κιβώτιο]]<br /><b>5.</b> [[βραβείο]], έπαθλο<br /><b>6.</b> [[κοινός]] [[τόπος]] ταφής ή [[κοινή]] γη («ἡ [[σορός]] καὶ το [[βαθρικόν]] και το ὑποκείμενον [[θέμα]]», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>7.</b> αυθαίρετη [[απόφαση]]<br /><b>8.</b> (στους Στωικ.) [[τρόπος]] αναγωγής ανώμαλου συλλογισμού<br /><b>9.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[θέμα]]<br />[[ἕξις]], [[τόπος]], [[στάσις]], [[μνῆμα]]». | ||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[treasure]]=== | |||
Afrikaans: skat; Albanian: thesar; Arabic: كَنْز; Egyptian Arabic: كنز; South Levantine Arabic: كنز; Hijazi Arabic: كَنْز; Aragonese: tresoro; Armenian: գանձ; Azerbaijani: xəzinə; Bashkir: хазина; Basque: altxor; Belarusian: скарб; Bengali: সম্পদ; Bulgarian: съкровище, драгоценност; Burmese: ရတနာ; Catalan: tresor; Cebuano: bahandi; Chinese Mandarin: 珍寶/珍宝, 寶藏/宝藏, 金銀財寶/金银财宝, 財富/财富; Czech: poklad; Danish: skat; Dutch: [[schat]]; Esperanto: trezoro; Estonian: aare; Finnish: aarre; French: [[trésor]]; Galician: tesouro; Georgian: განძი, საგანძური; German: [[Schatz]]; Gothic: 𐌷𐌿𐌶𐌳; Greek: [[θησαυρός]]; Ancient Greek: [[ἀγκών]], [[γάζα]], [[θέμα]], [[θησαύρισμα]], [[θησαυρός]], [[κειμήλιον]], [[παραγκάλισμα]], [[πλοῦτος]], [[χρυσών]]; Hebrew: אוֹצָר; Higaonon: bahandi; Hindi: ख़िज़ाना; Hungarian: kincs; Icelandic: fjársjóður; Ido: trezoro; Indonesian: harta; Irish: taisce; Italian: [[tesoro]]; Japanese: 宝, 宝物; Kazakh: қазына; Khmer: កំណប់; Korean: 보물(寶物), 보배; Kyrgyz: кенч; Lao: ສົມບັດ, ຊັບສົມບັດ; Latin: [[thesaurus]]; Latvian: dārgums; Lezgi: хазина; Lithuanian: lobis; Macedonian: богатство, благо; Malagasy: harena; Malay: khazanah; Maori: taonga, puiaki, puipuiaki; Middle English: tresour, garisoun, gersom; Mingrelian: განძი; Mongolian Cyrillic: баялаг; Norwegian: skatt; Occitan: tresaur; Old English: goldhord; Ossetian: хӕзна; Pashto: خزانه, کونډال, ګنجينه; Persian: گنجینه, گنج; Plautdietsch: Schauz; Polish: skarb; Portuguese: [[tesouro]]; Romanian: comoară, tezaur; Russian: [[сокровище]], [[драгоценность]], [[клад]]; Samoan: ʻoloa; Sanskrit: कोश; Scottish Gaelic: ionmhas; Serbo-Croatian Cyrillic: бла̑го, драго̀цено̄ст, драго̀цјено̄ст; Roman: blȃgo, dragòcenōst, dragòcjenōst; Slovak: poklad; Slovene: zaklad; Spanish: [[tesoro]]; Swedish: skatt, rikedom; Tagalog: kayamunan; Tajik: ганҷ, ҷавохирот; Tatar: хәзинә; Thai: สมบัติ; Turkish: hazine, define; Turkmen: hazyna; Ukrainian: скарб; Urdu: خزانہ; Uyghur: خەزىنە; Uzbek: xazina; Vietnamese: kho báu, châu báu; Volapük: div; Walloon: trezôr; Welsh: trysor, amguedd, amgueddau; Yiddish: אוצר; Zazaki: xazina, define | |||
}} | }} |